Το σύγχρονο
διεθνοποιημένο περιβάλλον αυξάνει τις προκλήσεις στον επιστημονικό χώρο,
στρέφει την έρευνα σε μια παγκοσμιοποιημένη κατεύθυνση και ειδικά στο χώρο της
οικονομίας, δημιουργεί νέα δεδομένα που αναζητούν εξηγήσεις μέσα στις νέες
σύνθετες δομές.
Ο τρόπος διαχείρισης της παγκόσμιας διακυβέρνησης η οποία
αποτελείται από ευρύτερα πλέον συστημικά υποσύνολα (Ευρωζώνη, ΕΕ, Ένωση κρατών
της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, κλπ) δημιουργεί έντονες
αλληλεπιδράσεις και εξαρτήσεις ανάμεσα στα στοιχεία αυτών των συνόλων που πλέον
αποτελούν ολόκληρες κοινωνίες και εγείρουν μείζονα ηθικά ζητήματα.
Με την εκδήλωση
της κρίσης του 2008 στην οικονομία των ΗΠΑ και τη μεταφορά της στην Ευρωπαϊκή
ήπειρο με μια μικρή χρονική υστέρηση τα οικονομικά προβλήματα οξύνθηκαν και τα
διλλήματα πολλαπλασιάστηκαν. Η βάση του προβλήματος αλλά και η αφορμή για την
οικονομική ύφεση στάθηκε η «έννοια» ή καλύτερα η «ποσότητα» του χρέους. Ενός
χρέους, που ξεκίνησε από στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, τιτλοποιήθηκε
και κατάφερε να διαχυθεί στην παγκόσμια οικονομία πλήττοντας ακόμα και θανάσιμα
μέρος του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος.
Απολογιστικά προκύπτει
ότι ο τρόπος άσκησης εταιρικής διακυβέρνησης σε αρκετές από τις τράπεζες των
ΗΠΑ αλλά και σε πολλούς επενδυτικούς οίκους και οίκους αξιολόγησης χρέους (Standard and Poor’s, Fitch, Moody’s κλπ)
ήταν ελλιπέστατος έως ανύπαρκτος. Οι διοικήσεις αυτών των οργανισμών (π.χ. golden boys) δεν μερίμνησαν όχι μόνο
με γνώμονα το κοινό συμφέρον αλλά έδρασαν με απόλυτο γνώμονα το προσωπικό
όφελος καταργώντας ακόμα και την προοπτική επιβίωσης του οργανισμού που
διοικούσαν. Οι αποφάσεις τους, οδήγησαν με μαθηματική βεβαιότητα στη ρήξη
μεγάλου μέρους του τραπεζικού συστήματος με την κοινωνία ειδικά εκείνου που
έπρεπε να κρατικοποιηθεί ή να αναχρηματοδοτηθεί με κρατικά-κοινωνικά κονδύλια.
Η διαφάνεια αλλά και η διαφθορά έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ισορροπίας
του τραπεζικού συστήματος των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο. Το περισσότερο γνωστό
παράδειγμα αποτελεί η lehman brothers η οποία δεν διασώθηκε ενώ μία βδομάδα
μετά την πτώχευση της ανακοινώθηκε το σχέδιο (Henry Merritt) Paulson[1]
το οποίο αναχρηματοδότησε με 700 δις δολάρια το τραπεζικό σύστημα. Το θέμα της
διαφάνειας λόγου χάρη έγκειται στο παρελθόν του Paulson ως
στέλεχος της Goldman Sachs (ανταγωνιστή της Lehman) ο οποίος κατηγορήθηκε ότι εκτελώντας εντολές του πρώην
του εργοδότη δεν ενέκρινε το πακέτο διάσωσης της αμερικανικής οικονομίας πριν
την πτώχευση της Lehman ενώ κομβικό σημείο κοινωνικής ηθικής είναι η μεταφορά
τόσο μεγάλου μέρους κοινωνικών πόρων για τη διάσωση των ιδιωτικών τραπεζών.
Στην οικονομική πρακτική είναι ευρέως γνωστό ότι ο επιχειρηματίας (τραπεζίτης) αναλαμβάνει τον
επιχειρηματικό κίνδυνο και αντίστοιχα αμείβεται για την ανάληψη αυτού του
κινδύνου. Στην περίπτωση του σχεδίου Paulson αλλά και στην περίπτωση της
ανακεφαλαίωσης πολλών ευρωπαϊκών τραπεζών κατά την εξέλιξη της κρίσης
αμφισβητήθηκε έντονα η πολιτική που επέβαλε -όταν οι αποφάσεις των τραπεζιτών
επέφεραν ζημίες και προβλήματα βιωσιμότητας – την χρηματοδότηση αυτών των
ιδρυμάτων με χρήματα των φορολογούμενων.
Ακόμα, στο όνομα της κερδοσκοπίας η κατάργηση του νόμου Glass-Steagall[2]
το 1999 και της διάκρισης των τραπεζών σε αποταμιευτές ή επενδυτές θεωρήθηκε μια από τις αιτίες που οδήγησαν στην ύφεση του
2008.
Ταυτόχρονα το
μερίδιο της ευθύνης που καταλογίζεται στους
οίκους αξιολόγησης είναι σημαντικό αφού εξέδωσαν σε τιτλοποιήσεις
δανείων μειωμένης εξασφάλισης αξιολόγηση
υψηλότερη και από εκείνη που εξέδιδαν για να χαρακτηρίσουν οικονομίες
ανεπτυγμένων κρατών. Αυτό δημιούργησε το πρόβλημα της υποκατάστασης από πολλές
τράπεζες κρατικών ομολόγων που διακρατούσαν, με «τοξικά» εταιρικά ομόλογα
(αυξημένης απόδοσης) τα οποία στη συνέχεια δημιούργησαν αλυσιδωτές αντιδράσεις
στο διεθνές διατραπεζικό σύστημα και στα χρηματιστήρια. Σημαντικά ηθικά θέματα
ανακύπτουν και από τη μεθοδολογία αξιολόγησης αυτών των οίκων αλλά και από τον
τρόπο λειτουργίας τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο η Bearn Sterns όσο
και η Lehman Brothers μια μέρα πριν τη χρεοκοπία τους διατηρούσαν βαθμό
πιστοληπτικής ικανότητας ΑΑΑ (ικανότητα ισοδύναμη με την Αγγλία, τη Γερμανία
και τις ΗΠΑ).
Η διάδοση της
ύφεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε πολλαπλάσια προβλήματα λόγο της
έλλειψης πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Η αρχιτεκτονική του Ευρώ δεν
επέτρεπε ούτε από κοινού δανεισμό ανάμεσα στις 17 χώρες της ΟΝΕ ούτε υπήρξε
πρόβλεψη ανακατανομής πλεονασμάτων και ελλειμμάτων σε περίπτωση κρίσης χρέους.
Ως απάντηση στις προκλήσεις που έθεταν τα υψηλά ελλείμματα και το χρέος σε
συνδυασμό με τα υψηλά ομολογιακά spreads και τον αποκλεισμό από τις αγορές
χρήματος η ΕΕ κατέληξε στη δημιουργία του Έκτακτου Μηχανισμού Στήριξης[3]
στον οποίο εντάχθηκε πρώτα η ελληνική οικονομία το Μάιο το 2010. Στη συνέχεια, η επιδείνωση της ύφεσης
κατέληξε στην παροχή οικονομικής βοήθειας και μνημονίων συνεργασίας στην
Ιρλανδία, την Πορτογαλία στην Ισπανία και στην Κύπρο μέσω της δημιουργίας ενός
μόνιμου μηχανισμού οικονομικής στήριξης[4].
Η πολιτική της
«οικονομικής στήριξης» και της υπογραφής «μνημονίων συνεργασίας» ανάμεσα στις
17 χώρες της ΟΝΕ οδήγησε σε μια εκτεταμένη και άνευ προηγουμένου σύγκρουση
συμφερόντων ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες των οικονομιών που μπήκαν υπό την
επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Στην περίπτωση
της ελληνικής οικονομίας τα ηθικά ζητήματα που αναγείρονται είναι πολλά και ποικίλα.
Ξεκινούν από παραπλάνηση της κοινής γνώμης με προεκλογικές υποσχέσεις που
υπογράμμιζαν ότι υπάρχουν ταμειακά διαθέσιμα την ίδια στιγμή που ο τότε
πρωθυπουργός ήταν ανήμερος για την κατάσταση της οικονομίας από τον διοικητή
της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ πριν από τις εκλογές είχε έρθει σε
επαφή με τον Διοικητή του ΔΝΤ κάτι που αποκρύφτηκε σκόπιμα παραπλανώντας το
εκλογικό σώμα.
Στο πεδίο της οικονομίας η έλλειψη διαφάνειας
και η έλλειψη ειλικρίνειας στα οικονομικά και στατιστικά στοιχεία οδήγησαν στην
λανθασμένη ενημέρωση των επενδυτών των ελληνικών ομολόγων για το ύψος των
ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Ο διαμοιρασμός της πληροφορίας αποδείχτηκε
προβληματικός ενώ άλλοτε τονίζονταν από τους αρμόδιους ότι η Ελλάδα έχει
καλύτερη επίδοση[5] από την
αναμενόμενη και άλλοτε προσομοιάζονταν στο βήμα του κοινοβουλίου με τον
τιτανικό. Το ελληνικό δημόσιο για καθαρά πολιτικούς λόγους δεν ανέλαβε ποτέ την
ευθύνη να ανακοινώσει την πτώχευση του, η οποία έχει λάβει χώρα στην ουσία από
τον Μάιο του 2010. Ωστόσο, το Μάρτιο του 2012 προέβει σε μονομερή αθέτηση των
υποχρεώσεών του παραβιάζοντας κάθε ηθική αρχή των ενδιαφερόμενων μερών (debt holders) ανεξάρτητα από το
είδος της συνεισφοράς[6]
τους και την οικονομική τους κατάσταση. Για μια ακόμα φορά η εθελοντική[7]
απομείωση των ομολόγων έγινε υποχρεωτική συμπεριλαμβάνοντας παρά τη θέληση τους
και μικροαποταμιευτές που είχαν λάβει σε μορφή ομολόγων μέρος των
συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων. Τα περιουσιακά στοιχεία των δανειστών δε
σεβάστηκαν και μετά το πέρας της διαδικασίας ο ελληνικός λαός δεν έτυχε της
ενημέρωσης ότι όλοι οι επενδυτικοί οίκοι είχαν κατατάξει την ελληνική οικονομία
σε κατάσταση selective default,
ενώ σκόπιμα οι Έλληνες αρμόδιοι διέδιδαν ότι απεφεύχθη το «πιστωτικό γεγονός».
Στην πορεία
εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας επιβλήθηκαν σκληρά και επώδυνα μέτρα
ακραίας λιτότητας που εξαθλίωσαν οικονομικά τον πληθυσμό και δημιούργησαν βαθιά
ύφεση στην ελληνική οικονομία. Με τις δύο δανειακές συμβάσεις υποκαταστάθηκαν
τα χρέη των ελληνικών ομολόγων σε τράπεζες του εξωτερικού με χρήματα των
ευρωπαίων φορολογούμενων, ενώ οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν από τον μηχανισμό σταθερότητας
συμπεριλαμβάνοντας τα κεφάλαια αυτά, στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Παρότι το
καλοκαίρι του 2012 αποτέλεσε ζήτημα αν έπρεπε να δανειοδοτηθούν οι τράπεζες
απευθείας από το μηχανισμό στήριξης και να χρεωθούν σε αυτόν, η Ελλάδα
δανείσθηκε εκ μέρους όλων των ελλήνων για να καλυφθούν τα άμεσα εποπτικά
κεφάλαια των συστημικών τραπεζών.
Ακόμα, το
θεσμικό πλαίσιο φάνηκε εντελώς αδύναμο να πατάξει τη φοροδιαφυγή και την
εισφοροδιαφυγή στην Ελλάδα με αποτέλεσμα το συντριπτικό ποσοστό από το βάρος
των εισπρακτικών μέτρων να βαρύνει εντελώς άδικα τους μισθωτούς και τους
συνταξιούχους, τις περισσότερο αδύναμες οικονομικά τάξεις της ελληνικής
κοινωνίας. Η μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετώπισαν έντονα προβλήματα έλλειψης
ρευστότητας, η ζήτηση στην οικονομία μειώθηκε κατακόρυφα και η ανεργία έφτασε
από το 8% στο 26.2% υπογραμμίζοντας άλλο ένα σημείο ανισοκατανομής και αδικίας
στους τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Ειδικά οι
δημόσιες δαπάνες που αποτελούν τους μισθούς και τις συντάξεις έγιναν το
επίκεντρο για συνεχείς εκβιασμούς προς τον ελληνικό λαό για την λήψη της
εκάστοτε νέας δόσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ, ενώ το συντριπτικό τμήμα αυτών των
δόσεων προορίζονταν για αποπληρωμή ελληνικών κρατικών ομολόγων που έληγαν
εκείνη την περίοδο. Το ίδιο συνέβει και
σε πολιτικούς όρους με την απειλή αναγκαστικής εξόδου της χώρας από τη
νομισματική ένωση αφήνοντας αρκετούς να τονίσουν ότι οι χώρες του ευρωπαϊκού
βορρά πλέον αναμιγνύονται και επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις των κρατών
μελών ακόμα και σε εκλογικό επίπεδο.
Τα μνημόνια
συνεργασίας, τα πολυνοσμοσχέδια, οι εφαρμοστικοί νόμοι και όλα τα μέτρα που
πάρθηκαν με σκοπό την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και την επιστροφή στις
αγορές απέτυχαν παταγωδώς και η πραγματικότητα των αριθμών και των
«δημοσιονομικών συντελεστών» απλά συνέχισαν την σύνθεση της εικόνας της
οικονομικής καταστροφής στη σύγχρονη Ελλάδα.
Από την ακραία
ύφεση δεν ξέφυγε ταυτόχρονα όλος ο ευρωπαϊκός νότος με πρόσφατο το παράδειγμα
της Κύπρου που δεν έγινε σεβαστό ούτε το ευρωπαϊκό κεκτημένο ούτε καν το άβατο
της τραπεζικής πίστης. Η απομείωση των καταθέσεων ανοίγει το δρόμο για μια νέα
πολιτική κατά την οποία μια τράπεζα μπορεί να μετακυλήσει τη ζημία της στους
καταθέτες της συγχέοντας τους ρόλους δανειστή και δανειζόμενου και το ηθικό
υπόβαθρο των δεσμεύσεων των δύο μερών.
Το σίγουρο
πάντως είναι ότι από την αρχή της κρίσης στις ΗΠΑ, μια σειρά χώρες όπως η
Ισλανδία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος έκαναν ακόμα
περισσότερο επίκαιρες τις αρχές της φιλοσοφίας και της ηθικής ακόμα και στο πιο
σκληρό και «βάρβαρο» κομμάτι της οικονομικής επιστήμης που αφορά στις διεθνής
σχέσεις και στο δανεισμό των οικονομικών συστημάτων.
Απλυτος
[1] The Emergency Economic Stabilization Act of 2008
[2] Banking Act of 1933
[3] The European Financial
Stability Facility (EFSF)
[4] The European Stability
Mechanism (ESM)
[5] Ελλειμα προϋπολογισμού 2007 ίσο με 6.5%
του ΑΕΠ ενώ το έλλειμμα (αναθεωρημένο) 2009 εμφανίζεται ίσο με 15.6% του ΑΕΠ
[6] Η διάκριση αναφέρεται για ομόλογα που
κατείχαν όσοι χαρακτηρίζονταν αποταμιευτές ή επενδυτές
[7] PSI: Private
Sector Involvement
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου