Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Οι πρόεδροι φεύγουν, η Goldman Sachs μένει

Στις 15 Ιουλίου η αμερικανική Γερουσία υιοθέτησε αυτό που αποκλήθηκε «η ευρύτερη μεταρρύθμιση του αμερικανικού χρηματοοικονομικού τομέα που επιχειρήθηκε από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης». Αν και αυτός ο νόμος είναι πιο ήπιος από το αρχικό σχέδιο του Μπαράκ Ομπάμα, αποτελεί μια πολιτική επιτυχία για τον αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος, αντιμέτωπος με το τραπεζικό λόμπι που ήταν εξασθενημένο από την κρίση, επωφελήθηκε από τη σωρεία των αποκαλύψεων που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας γύρω από τα ήθη και τις πρακτικές της Goldman Sachs.

Την ίδια, ακριβώς, ημέρα που η Γερουσία υιοθετούσε τον τραπεζικό νόμο που έγινε ευρύτερα γνωστός με το όνομα «Ντοντ-Φρανκ» (Dodd-Frank, από τα ονόματα των Δημοκρατικών γερουσιαστών Κρίστοφερ Ντοντ και Μπάρνεϊ Φρανκ), υπήρξε άλλη μια είδηση η οποία επισκιάστηκε από την πρώτη: η συμφωνία ανάμεσα στη Securities and Exchange Commission (SEC), τον ομοσπονδιακό εποπτικό οργανισμό που αποτελεί τον «χωροφύλακα του Χρηματιστηρίου», και την Goldman Sachs.
Η επενδυτική τράπεζα, αφού δέχτηκε να πληρώσει πρόστιμο 550 εκατομμυρίων δολαρίων, απέφυγε την εκδίκαση μιας μήνυσης για απάτη εξαιτίας του χρηματοοικονομικού προϊόντος της «Abacus», το οποίο της είχε επιτρέψει να καλυφθεί απέναντι σε μια ενδεχόμενη πτώση της τιμής των ομολόγων που ήταν συνδεδεμένα με την κτηματαγορά, τη στιγμή ακριβώς που προέτρεπε τους πελάτες της να επενδύσουν σε αυτήν την αγορά...
Η SEC, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα κατηγορούνταν για την παθητικότητά της, μπορεί τώρα να υπερηφανεύεται για το κατόρθωμά της. Και η Goldman Sachs απέδειξε όλη την πολιτική τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει: αναγνώρισε μεν τα «σφάλματά» της ως προς τη διάθεση του προϊόντος στους επενδυτές, αλλά κατόρθωσε να μην επιρριφθεί ευθύνη γι' αυτά στην ηγετική ομάδα που διευθύνει την τράπεζα. Με λίγα λόγια, η επενδυτική τράπεζα μπορεί τώρα να γυρίσει σελίδα. Αν και το πρόστιμο φαίνεται σημαντικό, αντιστοιχεί στα κέρδη μονάχα δύο εβδομάδων της τράπεζας ή στο 3% του συνόλου των μπόνους που διένειμε στα στελέχη της το 2009.
Αυτή η ικανότητά της να παίζει με την εξουσία -ή και να την αψηφά- δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η λογική συνέχεια της θητείας κάθε αφεντικού της Goldman Sachs είναι μια πρώτης τάξεως πολιτική καριέρα. Η εξαιρετικά στενή σχέση της τράπεζας με τον πολιτικό κόσμο εξηγεί την εμπλοκή της σε όλες τις μεγάλες χρηματοοικονομικές υποθέσεις: διαδραμάτισε κομβικό -όσο και αμφιλεγόμενο- ρόλο στην υπόθεση των subprimes και της διάσωσης των τραπεζών.
Το ελληνικό σχέδιο
Βοήθησε την Ελλάδα να αλλοιώσει και να εξωραΐσει τους εθνικούς λογαριασμούς της, επιταχύνοντας την πτώση του ευρώ. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι, με τις κερδοσκοπικές της ενέργειες στις πρώτες ύλες, προκάλεσε την τεχνητή άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Από την άλλη πλευρά, κατόρθωσε να έχει κάθε χρόνο σημαντική κερδοφορία, είτε επρόκειτο για «καλή χρονιά» για την οικονομία είτε όχι, ακόμα κι όταν έσκασαν οι φούσκες, στη διόγκωση των οποίων είχε συμβάλει σε μεγάλο βαθμό. Την εποχή των παχιών αγελάδων αυτές οι ιδιαίτερα προσοδοφόρες συνταγές της θεωρούνταν λίγο πολύ αναμενόμενες.
Ομως, την εποχή των ισχνών αγελάδων, όταν κατέρρευσε ο πύργος με τα τραπουλόχαρτα κι ακολούθησε η κάθαρση, κατέληξαν να σοκάρουν την κοινή γνώμη, η οποία αναρωτήθηκε: μήπως η δυστυχία των (εξαιρετικά πολυάριθμων) θυμάτων του σκασίματος της φούσκας αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίζεται η ευημερία της Goldman Sachs;
Αυτή η επιχείρηση, η οποία ιδρύθηκε το 1869 από τον Μάρκους Γκόλντμαν, εβραίο μετανάστη από τη Βαυαρία ο οποίος πολύ σύντομα συνεταιρίστηκε με τον γαμπρό του, Σάμουελ Σαχς, ειδικεύτηκε αρχικά στη μεσιτεία «εμπορικών χρηματόγραφων» (βραχυπρόθεσμων δανειακών τίτλων που εκδίδονται από επιχειρήσεις) και έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο περιθώριο του χρηματοοικονομικού κατεστημένου το οποίο μονοπωλούσαν οι WASP (Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες). Επλήγη πολύ σκληρά από την κρίση του 1929 και γνώρισε πραγματική άνθηση μονάχα μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1956 διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή της αυτοκινητοβιομηχανίας Ford στο Χρηματιστήριο. Σιγά σιγά απέκτησε μεγάλη φήμη χάρη στον επαγγελματισμό και το ομαδικό πνεύμα των στελεχών της, τα οποία διαπνέονται από μια ιδιαίτερη εταιρική κουλτούρα. Υπό την ηγεσία τραπεζιτών όπως ο Σίντνεϊ Γουάινμπεργκ ή ο Γκας Λεβί, οι οποίοι ήταν φορείς της παλιάς, κλασικής τραπεζικής αντίληψης, η τράπεζα άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σε έναν αξιόλογο παίκτη απέναντι στο παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό κατεστημένο και τελικά ενσωματώθηκε σε αυτό.
Ωστόσο, η Goldman Sachs παρέμεινε διαφορετική από τους ανταγωνιστές της. Η τράπεζα έγινε γνωστή για τη μεθοδικότητα και τη σύνεσή της, καθώς και για το γεγονός ότι δεν συμμετείχε ποτέ σε «επιθετικές» εξαγορές επιχειρήσεων. Ενα από τα εμβλήματά της, το «σπεύδε βραδέως», έγινε αφορμή να της κολλήσουν το παρατσούκλι «Η χελώνα». Καθώς, μάλιστα, θεωρούσε ότι το χρήμα δεν έπρεπε να αποτελεί το μοναδικό κίνητρο του προσωπικού της, τα στελέχη της αμείβονταν λιγότερο σε σχέση με εκείνα που εργάζονταν στους ανταγωνιστές της: στην κουλτούρα της επιχείρησης κυριαρχούσε μια σχετική «λιτότητα».
Πρώην συντηρητικοί
Ενα άλλο από τα εμβλήματά της, η «προσανατολισμένη προς το μακροπρόθεσμο μέλλον απληστία» (long-term greedy), της επέβαλε μια υπομονετική προσέγγιση στις επενδύσεις της, ακόμα και το να δέχεται να υποστεί και οικονομικές ζημίες, αρκεί να της εξασφαλίζουν την ακλόνητη εμπιστοσύνη των πελατών της. Ολη αυτή η «φιλοσοφία» της επιχείρησης εκφραζόταν μέσα από τις διάσημες «δεκατέσσερις εντολές». Μάλιστα, η έβδομη προέβλεπε ότι «δεν έχουν θέση ανάμεσά μας εκείνοι που βάζουν τα συμφέροντά τους πάνω από εκείνα της επιχείρησης και των πελατών της». Στον πολύ κλειστό κύκλο των επιχειρηματικών τραπεζών οι κώδικες δεοντολογίας και η τήρηση του λόγου που έχει δοθεί έχουν ακόμα και σήμερα μεγάλη σημασία (1).
Ομως, όλες αυτές οι ωραίες αρχές άρχισαν να παραβιάζονται σταδιακά με την απορύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα που προωθήθηκε τη δεκαετία του 1980. Η ολοένα υψηλότερη κερδοφορία μετατράπηκε σε υπέρτατο κριτήριο. Εντούτοις κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με αμφίβολες μεθόδους: επικίνδυνα υψηλή μόχλευση (κερδοσκοπική αγορά χρηματοδοτημένη με δανεισμό), παραβίαση των ελάχιστων κανόνων που απέμειναν πλέον στην αγορά, καινοτομία με ξέφρενους ρυθμούς (2). Από εκείνη, ακριβώς, την περίοδο χρονολογούνται και οι εξαιρετικά στενές σχέσεις της τράπεζας με την εξουσία -παρά το γεγονός βέβαια ότι ο επίσημος λόγος της εταιρείας συνέχιζε να υμνεί την προτεραιότητα που πρέπει να δίνεται στις δυνάμεις της αγοράς- η διεθνοποίηση και η ξέφρενη κούρσα προς την κερδοφορία (3).
Αργά αλλά σταθερά η «χελώνα» εξελίχθηκε σε «χταπόδι» που έχει βάλει στόχο να αλλάξει προς όφελός του όλους τους κανόνες που διέπουν τον χρηματοοικονομικό κλάδο: στο εξής, αυτοί οι κανόνες θα επιτρέπουν σχεδόν τα πάντα. Στο εξωτερικό προσλαμβάνονται χρυσοπληρωμένοι σύμβουλοι από τους κόλπους της πολιτικής και της χρηματοοικονομικής ελίτ, οι οποίοι θα βοηθήσουν την τράπεζα να επωφεληθεί από το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων και της απορύθμισης.
Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η τράπεζα προσέλαβε τον Ζακ Μαγιού, πρώην γενικό επιθεωρητή του υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος στη συνέχεια διετέλεσε πρόεδρος της τράπεζας Societe Generale, γενικός διευθυντής της τράπεζας Caisse Nationale du Credit Agricole και πρόεδρος της Sacilor. Τον διαδέχτηκε ο Σαρλ ντε Κρουασέ, επίσης πρώην γενικός επιθεωρητής του υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της τράπεζας Credit Commercial de France (CCF) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου των ομίλων Bouygues (η μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρεία, με ισχυρή παρουσία στα ΜΜΕ), Renault, LVMH (είδη πολυτελείας, μεταξύ των οποίων οι μάρκες Hermes και Luis Vuitton) και Thales (οπλικά συστήματα).
Το 1999 υπήρξε η χρονιά μιας άλλης μεγάλης καμπής για την τράπεζα. Η Goldman Sachs άλλαξε εταιρική μορφή και, από ετερόρρυθμη προσωπική εταιρεία μετατράπηκε σε ανώνυμη, η οποία εισήχθη στο χρηματιστήριο.(4) Ενώ στο παρελθόν το κεφάλαιό της -και συνακόλουθα τα κέρδη- βρίσκονταν στα χέρια συνεταίρων οι οποίοι ευθύνονταν με την προσωπική τους περιουσία για το ρίσκο που αναλάμβανε η επιχείρηση, στην οποία εξάλλου ήταν υποχρεωμένοι να επανεπενδύουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών που αποκόμιζαν, η «φίρμα» μετατράπηκε σε εταιρεία της οποίας το κεφάλαιο ήταν ανοιχτό στους επενδυτές. Η αξία της, όπως «υπολογίστηκε από τις δυνάμεις της αγοράς», ανερχόταν στα 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια! Καθένας από τους 221 συνεταίρους στην Goldman Sachs, οι οποίοι κατέχουν το 48% του κεφαλαίου, αποκόμισαν τότε κατά μέσο όρο 63 εκατομμύρια δολάρια (5)...
Η εποχή της απληστίας
Τέρμα η πειθαρχία στους οικονομικούς κανόνες και η «μακροπρόθεσμη απληστία». Την εποχή της μετατροπής των πάντων σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, το μοναδικό κριτήριο της επιτυχίας έχει γίνει πλέον ο αριθμός των δολαρίων που εμφανίζεται στα κέρδη του ισολογισμού. Οσον αφορά την κερδοφορία, η Goldman Sachs βρίσκεται στην κορυφή όλων των τραπεζών της Γουόλ Στριτ (καθαρό αποτέλεσμα 13,4 δισ. δολάρια για το 2009). Ταυτόχρονα, δίνει έμφαση στην προβολή των μπόνους που χορήγησε στα στελέχη της.
Στο χρηματοοικονομικό καζίνο, αυτή η τράπεζα παίζει ταυτόχρονα πολλούς ρόλους: του κρουπιέρη που εισπράττει προμήθεια για κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται, του συμβούλου που, έναντι παχυλής αμοιβής, καταστρώνει στρατηγικές για τους πελάτες του (κυβερνήσεις, θεσμικούς επενδυτές ή αδιόρθωτους κερδοσκόπους όπως τα hedge funds) και τους παρέχει εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι αναλυτές και οι οικονομολόγοι της συγκαταλέγονται στα άτομα με τη μεγαλύτερη επιρροή σε ολόκληρο τον πλανήτη και οι δηλώσεις τους επηρεάζουν συχνά την τροπή των γεγονότων. Ομως, σε αυτό το καζίνο, η Goldman Sachs εμφανίζεται κυρίως ως ο παίκτης που γνωρίζει τα χαρτιά που κρατάνε στα χέρια τους όλοι οι συμπαίκτες του, δεδομένου ότι αυτός διεκπεραιώνει τα στοιχήματά τους μαζί με τα δικά του...
Πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της εταιρείας προέρχεται από βραχυπρόθεσμες συναλλαγές (trading) που πραγματοποιεί με τα ίδια κεφάλαιά της. Η τράπεζα τα επενδύει σε όλες τις χρηματαγορές, στην κτηματαγορά και στην απόκτηση συμμετοχής στο κεφάλαιο εταιρειών που παρουσιάζουν σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. Εξάλλου, από το 1981 που εξαγόρασε την J. Aron & Company μετατράπηκε σε έναν από τους πρωταγωνιστές της αγοράς πρώτων υλών, επηρεάζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο -προμελετημένα ή όχι- την οικονομική ευρωστία των παραγωγών και την τσέπη των καταναλωτών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Στις δραστηριότητές της περιλαμβάνονται τόσο η πετρελαϊκή αγορά όσο και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (με το χρυσωρυχείο του χρηματιστηρίου όπου βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση τα δικαιώματα εκπομπής άνθρακα) (6).
Είναι εγγενείς οι συγκρούσεις συμφερόντων σε αυτή τη χρηματοοικονομική υπεραγορά που προσφέρει μια ευρύτατη γκάμα υπηρεσιών και προσπαθεί να μεγιστοποιήσει με κάθε τρόπο την κερδοφορία της. Το σκάνδαλο Abacus, το οποίο αποκαλύφθηκε χάρη στα αδιάκριτα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του γάλλου trader (στέλεχος του τμήματος χρηματοοικονομικών συναλλαγών) Φαμπρίς Τουρ (βλέπε ένθετο) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου.
Η SEC κατηγόρησε την Goldman Sachs ότι εξαπάτησε τους πελάτες της πουλώντας, το 2007, «collateralized debt obligations» (CDO), δηλαδή πολύπλοκα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα συνδεδεμένα με επισφαλή δάνεια στην κτηματαγορά (subprimes), χωρίς να τους ενημερώσει ότι ταυτόχρονα στοιχημάτιζε στην πτώση τους. Αφενός η ίδια η τράπεζα είχε ρευστοποιήσει το χαρτοφυλάκιο των subprimes που κατείχε, πράγμα που αποτελούσε βέβαια δικαίωμά της. Ομως, και κυρίως, είχε αποκρύψει από τους πελάτες της ότι είχε λάβει από το τοξικό ομόλογο Paulson 15 εκατομμύρια δολάρια για να οργανώσει όλο αυτό το εγχείρημα. Πόσω μάλλον που λέγεται ότι ο ίδιος ο Τζον Πόλσον, ο κερδοσκόπος, συμμετείχε μαζί με τους ειδικούς της τράπεζας στο ξεδιάλεγμα των δανείων και στον εντοπισμό των πλέον επισφαλών από αυτά.
Με άλλα λόγια, η Goldman Sachs, συνειδητοποιώντας ότι επίκειται κρίση των subprimes, εξακολούθησε να παρακινεί τους πελάτες της να ποντάρουν στην άνοδο της κτηματαγοράς, τη στιγμή που -συνεργαζόμενη με ένα κερδοσκοπικό κεφάλαιο- στοιχημάτιζε στην πτώση της, γεγονός που επιτάχυνε την κατρακύλα της τιμής αυτών των τίτλων. Υπολογίζεται ότι σε αυτήν την υπόθεση οι επενδυτές που δεν αντιλήφθηκαν αυτό το διπλό παιχνίδι της τράπεζας έχασαν περισσότερο από ένα δισ. δολάρια (7). Αρχικά, προτού αναγνωρίσει τα «σφάλματά» της και πληρώσει το υψηλό πρόστιμο, η τράπεζα αρνούνταν τις κατηγορίες και θεωρούσε «αβάσιμη» τη μήνυση. Η περίπτωση της Ελλάδας μάς προσφέρει άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: αυτός ο νεοϋορκέζικος χρηματοπιστωτικός οργανισμός ελάμβανε αμοιβή από την ελληνική κυβέρνηση για τις υπηρεσίες του ως τραπεζίτης-σύμβουλος τη στιγμή που κερδοσκοπούσε πάνω στο χρέος αυτής της χώρας.
Ανήθικο, όχι παράνομο
Ωστόσο, από νομική άποψη, ίσως η Goldman Sachs να είχε δίκιο. Κάτι που είναι ανήθικο δεν είναι υποχρεωτικά παράνομο. Πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο των τοπικών στεγαστικών τραπεζών, περίπου 1.500 τραπεζίτες είχαν εκτίσει ποινή φυλάκισης, καταδικασμένοι με βάση τους νόμους που ονομάστηκαν anti-racketeering και είχαν θεσπιστεί στο παρελθόν για την αντιμετώπιση της μαφίας και του οργανωμένου εγκλήματος.
Σήμερα, όμως, οι τραπεζίτες απολαμβάνουν ένα εντελώς διαφορετικό καθεστώς: κυριαρχεί, πλέον, ένα νέο νομικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Πολλές πρακτικές (για παράδειγμα, η ασφάλιση χρέους που είναι γνωστή ως credit default swaps ή CDS) δεν υπόκεινται στην παραμικρή νομοθετική ρύθμιση: κυριαρχεί η αρχή του caveat emptor («αγοραστή να φυλάγεσαι»).
Κι η Goldman Sachs δεν παύει να διακηρύσσει ότι το μόνο που έκανε ήταν να ανταποκριθεί στη ζήτηση των πελατών της, οι οποίοι εξάλλου ήταν έμπειροι επενδυτές και, ως εκ τούτου, υποχρεωμένοι να εξετάζουν προσεκτικά πού επενδύουν τα χρήματά τους (due diligence). Πόσω μάλλον που όλα τα νομικά κείμενα που υπέγραφαν περιείχαν τις συνήθεις σε αυτές τις περιπτώσεις προειδοποιήσεις κι επιφυλάξεις.
Στον κόσμο των υψηλών χρηματοοικονομικών σφαιρών η αδιαφάνεια προκύπτει συχνά από την υπερβολική διαφάνεια. Κάθε προϊόν συνοδεύεται από ενημερωτικό υλικό αρκετών εκατοντάδων σελίδων, συχνά ακατανόητο, το οποίο υποτίθεται ότι ο αγοραστής είναι υποχρεωμένος να διαβάσει και να κατανοήσει. Αυτό ακριβώς το γεγονός εξηγεί το γιατί ορισμένοι επενδυτές εμπιστεύονται τη βαθμολογία του προϊόντος από τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι συχνά κάνουν λάθος.
Οσον αφορά δε το ρίσκο που περιέκλειαν οι τίτλοι που εξέδωσε η Goldman Sachs και οι οποίοι βαθμολογήθηκαν με ΑΑΑ (την καλύτερη δυνατή βαθμολογία), ο Ράμα Κοντ, διευθυντής του Κέντρου Χρηματοοικονομικών Μηχανισμών στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, διαπιστώνει ότι, «ναι μεν η ενημέρωση είναι διαθέσιμη, αλλά κάθε τίτλος subprime περιγράφεται σε 50-60 σελίδες, και μάλιστα συχνά με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τον κάθε νομικό σύμβουλο. Για να μελετήσουμε τις 5.700 σελίδες του παράγωγου «δομημένου» οικονομικού προϊόντος Abacus χρειάστηκε να κινητοποιήσουμε το κατάλληλο προσωπικό (8)»...
Ενώ προηγουμένως ο όμιλος της Goldman Sachs προκαλούσε τον θαυμασμό, η εικόνα του προς τα έξω σήμερα πάσχει. Εν μέσω μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (στο ξέσπασμα της οποίας συνέβαλε μαζί με τους υπόλοιπους κολοσσούς της Γουόλ Στριτ), η τράπεζα χορήγησε μπόνους τα οποία θεωρήθηκαν «αισχρά». Επιπλέον, έκαναν την εμφάνισή τους κι άλλα σκάνδαλα ή κατηγορίες, οδηγώντας ορισμένους να αναρωτηθούν μήπως η σχετικά επιτυχημένη πορεία της τράπεζας μέσα στην χρηματοοικονομική τρικυμία οφειλόταν στις ύποπτες πρακτικές της και στις σχέσεις της με την εξουσία. Ολοι πλέον θεωρούν καλό να την κατακρίνουν, ακόμα κι εκείνοι που είχαν επωφεληθεί στο παρελθόν από τη γενναιοδωρία της. Ο Μπάρακ Ομπάμα, ο Γκόρντον Μπράουν κι η Αγκελα Μέρκελ χρησιμοποίησαν αρκετά σκληρές εκφράσεις απέναντι σε μια επιχείρηση η οποία θα μπορούσε να τους προτείνει κάποια μέρα μια θέση εργασίας.
Ωστόσο, το σκάνδαλο της Goldman Sachs κατέστησε δυνατή τη μεταρρύθμιση του χρηματοοικονομικού συστήματος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Μεγάλες προσδοκίες
Ο νόμος «Ντοντ-Φρανκ» είναι ξεκάθαρος ως προς τις βασικές διακηρύξεις του: να εμποδιστεί η κατάρρευση των μεγάλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και η διάσωσή τους από τους φορολογούμενους, να ελαχιστοποιηθεί η κερδοσκοπία των τραπεζών που πραγματοποιείται με τα ίδια κεφάλαιά τους, να επιβληθεί μεγαλύτερη διαφάνεια στην αγορά των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων που διακινούνται χέρι με χέρι, έξω από οποιοδήποτε ρυθμιστικό πλαίσιο ή οργανωμένη αγορά και, τέλος, να προστατευθούν οι καταναλωτές από αρπακτικές και τοκογλυφικές συμπεριφορές. Αντίθετα, όσον αφορά την εφαρμογή, οι 2.300 σελίδες του νόμου αποδεικνύονται λιγότερο ικανοποιητικές. Ακόμα κι αν οι αριθμοί που δίνει το Εμπορικό Επιμελητήριο των Ηνωμένων Πολιτειών είναι, χωρίς αμφιβολία, εσκεμμένα υπερβολικοί, ο νόμος «Ντοντ-Φρανκ» εκτιμάται ότι συνεπάγεται τη σύνταξη -από δέκα διαφορετικούς κυβερνητικούς οργανισμούς- 533 νέων νομοθετικών ρυθμίσεων και 94 εκθέσεων, καθώς και την πραγματοποίηση 60 ερευνών, κι όλα αυτά μέσα σε μια προθεσμία που κυμαίνεται από τους τρεις μήνες έως τα τέσσερα χρόνια...
Το τραπεζικό λόμπι θα πολεμήσει σε όλα τα μέτωπα. Ποντάρει στο γεγονός ότι, χάρη στη σταδιακή μείωση της κατακραυγής της κοινής γνώμης απέναντι στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, θα κατορθώσει να ανακτήσει όλη την ελευθερία κινήσεων που διέθετε στο παρελθόν. Και σε αυτό το ζήτημα επίσης η Goldman Sachs θα παίξει το παιχνίδι της.
(1) Charles D. Ellis, «The Partnership: The Making of Goldman Sachs», Penguin Books, Νέα Υόρκη, 2009.
(2) Βλέπε Suzanne McGee, «Chasing Goldman Sachs: How the Masters of the Universe Melted Wall Street Down... And Why They'll Take Us to the Brink Again», Crown Business, Νέα Υόρκη, 2010.
(3) Βλέπε «Les assises du systeme bancaire ebranlees par la dereglementation», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 1991.
(4) Lisa Endlich, «Goldman Sachs: The Culture of Success», Simon and Schuster-Touchstone, Νέα Υόρκη, 2000.
(5) Nomi Prins, «It Takes a Pillage: Behind the Bailouts, Bonuses and Backroom Deals from Washington to Wall Street», Wiley, Χόμποκεν, 2009.
(6) Matt Taibbi, «The Great American Bubble Machine», Rolling Stone, Νέα Υόρκη, 5 Απριλίου 2010.
(7) Βλέπε «Des Francais qui gagnent», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2010.
(8) Sylvain Cypel, «Les "conflits d'interets" d'Abacus», «Le Monde», 4 Μαΐου 2010.
* Καθηγητής στο πανεπιστήμιο Fletcher School of Law and Diplomacy (Μέντφορντ, Μασαχουσέτη). Συγγραφέας του «Propagande imperiale & guerre financiere contre le terrorisme», Agone - Le Monde diplomatique, Μασσαλία-Παρίσι, 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Λαίλαπα το Brexit" λέει το ΚΚΕ(!) Εϊσαστε σίγουρα κατά της αποδέδμευσης από την ΕΕ εκεί στο ΚΚΕ ή μας κοροιδευετε;

Τελικά ήταν αδιάφορο το brexit όπως έλεγε ο κ.Κουτσούμπας ή το ΚΚΕ προχώρησε ακόμα και στο συμπέρασμα ότι η έξοδος μιας χώρας από τη ...