Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Διαβάστε για τα σκάνδαλα της χούντας, όταν δήθεν ζούσαμε καλύτερα


Ηταν µια µεγάλη έκπληξη. Περιµέναµε αντιδράσεις για την αποκάλυψη περί χουντικών σταγονιδίων στη Σχολή Ευελπίδων.
∆εν περιµέναµε όµως χιλιάδες γραπτά σχόλια για το ρεπορτάζ του «Βήµατος» και το άρθρο του κ. Σταύρου Π. Ψυχάρη



Αναψαν κυριολεκτικά τα κοµπιούτερ της εφηµερίδας καθώς έφταναν τα γραπτά σχόλια. ∆εν είναι δυνατόν, έλεγαν, να υπάρχουν τόσο πολλοί αναγνώστες που να υπερασπίζονται την... απριλιανή δικτατορία. Καταλήξαµε στο συµπέρασµα ότι µαζί µε τους όσους θιασώτες της δικτατορίας συµπαρατάσσονται και αφελείς ή απληροφόρητοι πολίτες. Πώς να χαρακτηρίσει κανείς διαφορετικά επιστολογράφους που µας συνιστούν να αφήσουµε ήσυχα τα παιδιά της Σχολής Ευελπίδων και να ασχοληθούµε µε τα καταγγελλόµενα σκάνδαλα των πολιτικών. Σε αυτούς τους απληροφόρητους και αφελείς έδωσαν το δικαίωµα να µιλάνε και να διατυπώνουν βαρύτατες καταγγελίες οι ίδιοι οι πολιτικοί που αλληλοκαταγγέλονται για σκάνδαλα επί µισό τουλάχιστον αιώνα. Στο Ειδικό ∆ικαστήριο θέλησαν να στείλουν τον Κ. Καραµανλή ορισµένοι αντίπαλοί του µετά την ήττα της ΕΡΕ το 1964 για σκάνδαλα στη ∆ΕΗ. Ο Γ. Παπανδρέου απέτρεψε την παραποµπή µε την επίκληση παραγραφής. Ο συγκατηγορούµενος του πρώην πρωθυπουργού υπουργός Βιοµηχανίας Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης «έτυχε» παραγραφής και αυτός, αλλά είδε τα µαλλιά του να ασπρίζουν µέσα σε µια νύχτα. Ο µετέπειτα Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας Κ. Καραµανλής θα δηλώσει αρκετά χρόνια αργότερα: «Οι πολιτικοί µου αντίπαλοι επεχείρησαν την ηθική δολοφονία µου». ∆εν είχαν περάσει πολλοί µήνες από τη νίκη της Ενωσης Κέντρου το 1964 και ο υπουργός Βιοµηχανίας Ιωάννης Ζίγδης βρέθηκε να αντιµετωπίζει καταγγελίες για σκάνδαλα µε αεριοστρόβιλους της ∆ΕΗ. ∆εν άργησε να έρθει και η σειρά του νέου τότε βουλευτή Ανδρέα Παπανδρέου για το περιλάλητο σκάνδαλο Σκιαδαρέση... Η ιστορία των καταγγελιών για σκάνδαλα των πολιτικών συνεχίστηκε και κατά έναν τρόπο κορυφώθηκε µε τις καταγγελίες εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου για τον περιβόητο Κοσκωτά. 

Με συνθήµατα εναντίον των σκανδάλων του ΠΑΣΟΚ κατέκτησε την εξουσία ο Κώστας Μητσοτάκης για τον οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει ότι «ένας εφιάλτης επέστρεψε στην πολιτική ζωή» και στελέχη του ΠΑΣΟΚ τον είχαν αποκαλέσει στη Βουλή «αρχιερέα του ρουσφετιού». Και για να αναφερθούµε στην πρόσφατη εποχή, η σκανδαλολογία υπήρξε το κοινό όπλο που χρησιµοποίησαν ο ένας εναντίον του άλλου ο Κώστας Καραµανλής ο νεότερος και ο Γιώργος Παπανδρέου εγγονός στις γνωστές πρόσφατες εκλογικές αναµετρήσεις. 

Αυτά µπορεί να επικαλούνται τα σταγονίδια της δικτατορίας της οποίας τα σκάνδαλα παρέµειναν ανεξιχνίαστα διότι κανείς δεν µιλούσε την εποχή της δικτατορίας, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που έσπασαν ορισµένα αποστήµατα. Η υπόθεση των σταγονιδίων δίνει την ευκαιρία µιας αναδροµής στα σκάνδαλα της δικτατορίας. Το κείµενο που ακολουθεί είναι από το ανέκδοτο βιβλίο του Σταύρου Π. Ψυχάρη για την 21η Απριλίου που θα κυκλοφορήσει προσεχώς. 


Οι δικτάτορες, η διαφθορά και τα καρφώµατα
Προδηµοσίευση από το βιβλίο του Σταύρου Π. Ψυχάρη για την 21η Απριλίου που θα κυκλοφορήσει προσεχώς

Ενας στρατηγός που γίνεται Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας δεν είναι κάτι το σύνηθες. Είναι όµως ακόµη πιο παράξενο να σε υποδέχεται ο στρατηγός-πρόεδρος στην εξώθυρα της κατοικίας του και αµέσως να σε παραπέµπει στον τηλεφωνικό κατάλογο για να εξακριβώσεις την εντιµότητά του! 


Ηταν την άνοιξη του 1975, δεν είχε συµπληρωθεί ούτε χρόνος από την κατάρρευση της απριλιανής χούντας, το καλοκαίρι του 1974, όταν οι υποχρεώσεις του πολιτικού ρεπορτάζ οδηγούσαν στο σπίτι του στρατηγού Φαίδωνος Γκιζίκη στη Φιλοθέη. Μια βροχή ερωτήσεων ζητούσε απαντήσεις. 

Ο στρατηγός Γκιζίκης ήταν στρατιωτικός διοικητής Αθηνών όταν ο ταξίαρχος ∆. Ιωαννίδης ανέτρεψε (στις 25 Νοεµβρίου 1973, µία εβδοµάδα µετά το Πολυτεχνείο) τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο. Ο ανατραπείς συνταγµατάρχης όσο και ο ανατρέψας αυτόν ταξίαρχος ανήκαν στην οµάδα των αξιωµατικών που οργάνωσαν και εξετέλεσαν το πραξικόπηµα της 21ης Απριλίου 1967. Ο Ιωαννίδης τυπικώς είχε παραµείνει εκτός εξουσίας και ήταν διευθυντής της περιβόητης ΕΣΑ (Ελληνική Στρατιωτική Αστυνοµία), είχε τη δική του οµάδα στις Ενοπλες ∆υνάµεις εν γνώσει του Γ. Παπαδόπουλου. Ο δικτάτωρ πίστευε ότι ο Ιωαννίδης ήταν πιστός φίλος του, ένα δικό του σιδερένιο χέρι στο στράτευµα. «Ο Μίµης είναι αρσακειάδα!» είχε πει ο Γ. Παπαδόπουλος σε άλλον αξιωµατικό που του µετέφερε φήµες ότι ο Ιωαννίδης σχεδίαζε την ανατροπή του. Η απόδειξη δεν άργησε. Ο Ιωαννίδης µε µια ολιγόωρη επιχείρηση άρπαξε την εξουσία από τον Παπαδόπουλο, τον οποίο και αποµόνωσε στη βίλα του Ωνάση στο Λαγονήσι, όπου διέµενε ως… ενοικιαστής ο Γ. Παπαδόπουλος. Ο τρόπος µε τον οποίο ανέτρεψε το καθεστώς Παπαδόπουλου ο ∆. Ιωαννίδης απέδειξε ότι την πραγµατική εξουσία την είχε αυτός. Ο εν συνεχεία αποκληθείς αόρατος δικτάτωρ είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη όλων των αξιωµατικών που υπηρετούσαν σε κρίσιµες θέσεις. Μεταξύ αυτών ήταν και ο στρατηγός Γκιζίκης, στον οποίο ο Ιωαννίδης ανέθεσε την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας αυθηµερόν στις 25 Νοεµβρίου 1973. 


|||||||| Η (μο)Ντέλα του Ρουφογάλη

Σεµνότυφος κατά το φαίνεσθαι ο ταξίαρχος Ιωαννίδης ήταν στην πραγµατικότητα ένας εν αλαζονεία µονάζων άνθρωπος. ∆εν του άρεσε λ.χ. το γεγονός ότι ο συνταγµατάρχης Μιχαήλ Ρουφογάλης (τον οποίο ο Γ. Παπαδόπουλος είχε τοποθετήσει αρχηγό της ΚΥΠ) είχε νυµφευθεί µια «µοντέλα» και όπου µπορούσε του έκοβε τον δρόµο! ∆εν είναι βέβαιον αν ο Ρουφογάλης θα έµενε πιστός στον φίλο του Γ. Παπαδόπουλο αν τον καλούσε ο Ιωαννίδης να πάρει µέρος στην επιχείρηση. Το βέβαιον είναι ότι ο Ιωαννίδης το βράδυ του δικού του πραξικο πήµατος έδωσε εντολή σε µια οµάδα Εσατζήδων να περικυκλώσουν το σπίτι του Ρουφογάλη και να περιµένουν ώσπου ο αρχηγός της ΚΥΠ να αντιληφθεί ότι είχε κινηθεί ο Στρατός! «Να τον αφήσετε να δούµε τι ώρα θα ξυπνήσει» είπε ο Ιωαννίδης. Και ο Ρουφογάλης ξύπνησε κατά τις 10 το πρωί εκείνης της Κυριακής, όταν η επιχείρηση ανατροπής του Γ. Παπαδόπουλου είχε ολοκληρωθεί. Οι άνθρωποι του Ιωαννίδη έλαβαν εντολή να διαδώσουν το πάθηµα του Ρουφογάλη. 


Ο Ιωαννίδης άρπαξε την εξουσία από τον Γ. Παπαδόπουλο εν µέσω φηµών για αυξανόµενα κρούσµατα διαφθοράς µε πρωταγωνιστές απριλιανούς αξιωµατικούς και συγγενείς τους. Τοποθετώντας τους ανθρώπους του σε θέσεις-κλειδιά φρόντιζε έκαστον να τον συνοδεύει η φήµη της εντιµότητος και των χρηστών ηθών. Ενας από τους χρηστοήθεις αξιωµατικούς ήταν και ο Φ. Γκιζίκης. Είχε τη φήµη σκληρού και µονοκόµµατου αξιωµατικού. Τη διέψευσε εν τη πράξει όσον καιρό έµεινε Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας – βοήθησε ανοιχτά την ουσιαστική παράδοση της εξουσίας στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Κ. Καραµανλή. Γνωρίζοντας τις φήµες για σκάνδαλα των απριλιανών ο Φ. Γκιζίκης είχε εφαρµόσει το σύστηµα του τηλεφωνικού καταλόγου. Κάθε ξένο που δεχόταν στο σπίτι του στη Φιλοθέη τον πήγαινε πρώτα στον τηλεφωνικό κατάλογο και έλεγε: 

– Αυτός είναι κατάλογος του ΟΤΕ του 1965. Στο γράµµα Γ θα βρείτε το όνοµα Γκιζίκης Φαίδων µε τη διεύθυνση αυτής της κατοικίας µου. Το σπίτι ήταν δικό µου πριν από την 21η Απριλίου 1967… 

Το σύστηµα αυτό του στρατηγού Γκιζίκη για την προστασία της εντιµότητάς του δείχνει πόσο είχε εξαπλωθεί η φηµολογία για σκάνδαλα στελεχών του δικτατορικού καθεστώτος και συγγενών τους. 


|||||||| Το διαβόητο Μπαλόσημο

Αµέσως µετά την ανατροπή του Γ. Παπαδόπουλου µε διαταγή του Ιωαννίδη είχε ανοίξει ο φάκελος για το διαβόητο Μπαλόσηµο, τις µίζες δηλαδή που κατηγορείτο ότι εισέπραττε ο «επαναστάτης» αξιωµατικός Μιχαήλ Μπαλόπουλος – είναι ένα βιβλίο ολόκληρο η υπόθεση αυτή. Οι κατηγορίες έµπλεκαν στο σκάνδαλο και τον Χαράλαµπο Παπαδόπουλο, αδελφό του δικτάτορος ο οποίος, επειδή η κατηγορία αφορούσε σε κοµπίνες µε κρέατα Αργεντινής, έµεινε στην Ιστορία ως «ο φιλετοφάγος»… Ο ίδιος ο δικτάτωρ δεν είχε δώσει αφορµή ώστε να τον κατηγορήσουν για άµεση αρπαγή µε θύµα το ∆ηµόσιο. Με ενοίκιο έµενε σε µια µικρή σχετικώς βίλα στο Νέο Ψυχικό, ενοικιαστής εµφανιζόταν και στη θερινή διαµονή του, σε µια παραθαλάσσια βίλα στο Λαγονήσι, όπου και περιορίστηκε κατ’ οίκον όταν τον ανέτρεψε ο Ιωαννίδης. Υπάρχουν µαρτυρίες κατά τις οποίες ένας λοχαγός µε πολιτικά (της ΚΥΠ, όπως ελέγετο) πλήρωνε τακτικά τα ενοίκια. Βέβαια, όταν ο ιδιοκτήτης της βίλας Αριστοτέλης Ωνάσης είχε κάποιο πρόβληµα µε την Ολυµπιακή τηλεφωνούσε ένας δικηγόρος στον λοχαγό ότι ο κ. Ωνάσης θα χρειασθεί το σπίτι µετάέναν µήνα. Ο καθένας µπορεί να υποθέσει τι µεσολαβούσε ώσπου µετά λίγες ηµέρες να ξανατηλεφωνήσει ο δικηγόρος ότι ο κ. Ωνάσης τελικά δεν θα χρειαστεί το παραθαλάσσιο σπίτι… Ποικίλες φήµες κυκλοφορούσαν και για τον γραφικό ταξίαρχο Παττακό και µερικούς εξ αγχιστείας συγγενείς (γαµβρούς…) του. Αντιθέτως, δεν είχε κατηγορηθεί για σκάνδαλα ο συνταγµατάρχης Νικόλαος Μακαρέζος, ο φερόµενος ως τρίτος στην ιεραρχία της χούντας. Εν τούτοις, ο ίδιος φρόντιζε να εξηγεί την περιουσία του. 


|||||||| Η πρόβλεψη του Μακαρέζου

Ο Μακαρέζος είχε αποµακρυνθεί από την εξουσία αµέσως µετά την «αποχώρηση» των στελεχών της χούντας µε την εµφάνιση επί σκηνής της «κυβερνήσεως Μαρκεζίνη». Ο Μακαρέζος είχε διαφωνήσει µε τον Γ. Παπαδόπουλο και είχε προτείνει να κληθεί ο Κ. Καραµανλής από το Παρίσι και να του παραδώσει η χούντα την εξουσία. Πριν από το Πολυτεχνείο ο Μακαρέζος είχε διακόψει τις σχέσεις του µε τον Γ. Παπαδόπουλο, ο οποίος είχε δώσει διαταγή να φρουρείται και να παρακολουθείται το σπίτι του Μακαρέζου στην οδό Κυρήνειας στον οικισµό Παπάγου. Ο Μακαρέζος συναντούσε εκεί δηµοσιογράφους τους οποίους όταν έφευγαν τους συνόδευε ως την εξώπορτα της αυλής και στρεφόµενος στους δύο-τρεις «φρουρούς» έλεγε θυµωµένος: 


– Μη σηµειώνετε τους αριθµούς των αυτοκινήτων. Θα σας πω εγώ το όνοµα του επισκέπτη, να το δώσετε σ’ αυτόν!.. 

Εννοούσε βεβαίως τον Γ. Παπαδόπουλο, του οποίου προδιέγραψε το τέλος αµέσως µετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο. «Το αίµα γλιστράει» έλεγε και προέβλεπε: «Θα τον ρίξει ο Στρατός», για να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψή του µέσα σε µία εβδοµάδα… Κυριακή πρωί της 25ης Νοεµβρίου 1973, όταν οι Αθηναίοι πανηγύριζαν στους δρόµους την πτώση της χούντας (όπως νόµιζαν τις πρώτες ώρες πριν από τις ανακοινώσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού οι πολίτες) στο σπίτι του Μακαρέζου ήταν συγκεντρωµένα τα περισσότερα µέλη της απριλιανής χούντας. Και στα τηλεφωνήµατα των δηµοσιογράφων απαντούσαν «ο Ιωαννίδης το έκανε» και εξηγούσαν ότι «ο Μίµης είναι σκληρότερος»! 

Το σπίτι του Μακαρέζου υπήρξε για πολλούς µήνες ένα είδος… γιάφκας των χουντικών που είχαν «διαγράψει» τον Γ. Παπαδόπουλο αλλά δεν συµφωνούσαν µε τον Ιωαννίδη. Και ο Μακαρέζος έλεγε τότε ότι « αυτό το σπίτι το έχω πάρει από τον συνεταιρισµότων αξιωµατικών» και «µετά την επανάσταση το µόνο που έχω καταφέρει είναι να χτίσω µερικά δωµάτια στον επάνω όροφο». 

Ισως ο στρατηγός Γκιζίκης να ήταν… ακροατής του Νικ. Μακαρέζου! Η αλήθεια είναι ότι η βοή για σκάνδαλα οικονοµικά διαπερνούσε απ’ άκρου εις άκρον τη χώρα. Τόσο που ορισµένοι απριλιανοί ξεκινούσαν τις συζητήσεις τους µε δηµοσιογράφους µε τη φράση«εγώ πάντως δεν είµαι κλέφτης»! 



Στους έντονα αντικοινοβουλευτικούς καιρούς μας, ένα δόλιο φάντασμα πλανιέται στον αέρα: ο ισχυρισμός περί «τιμιότητας» των δικτατόρων που κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1967 για να την επιστρέψουν πριν από 36 χρόνια, σαν βρεγμένες γάτες, «στους πολιτικούς».

Πρόκειται βέβαια για μύθο, θεμελιωμένο στη μίζερη εικόνα των επιζώντων «πρωταιτίων» – αφού πρώτα έχασαν την εξουσία, στερήθηκαν όσα είχαν παράνομα καρπωθεί και υπέστησαν τις οικονομικές συνέπειες της κοινωνικής απομόνωσής τους. Ακόμη κι αυτή η εικόνα δεν αφορά, ωστόσο, παρά ελάχιστους πρωτεργάτες της δικτατορίας. Αγνοεί την οικονομική ευμάρεια πάμπολλων μεσαίων ή «πολιτικών» στελεχών της, που η νομική κατασκευή περί «στιγμιαίου αδικήματος» άφησε παντελώς ατιμώρητα ν’ απολαμβάνουν τα αποκτήματά τους.
Την επιβίωση του μύθου διευκολύνει η χαώδης διαφορά του τότε με το σήμερα, όσον αφορά τη δυνατότητα δημόσιας συζήτησης για παρόμοια ζητήματα. Επί χούντας η ραδιοτηλεόραση ήταν κρατική (κι αυστηρά προπαγανδιστική), ενώ ο Τύπος περνούσε από δρακόντεια λογοκρισία. Οποιαδήποτε έρευνα ή ακόμη και νύξη για κρατικά σκάνδαλα ήταν απλά αδιανόητη. χαρακτηριστικό το κύριο άρθρο του Γιάννη Καψή στον «Ταχυδρόμο» (24.5.74), όταν η δικτατορία Ιωαννίδη δημοσιοποίησε το (παπαδοπουλικό) «σκάνδαλο των κρεάτων»:
«Δεν είναι καινούρια η υπόθεση. Μήνες ολόκληρους οι φήμες οργίαζαν. Κι όμως κανείς δεν τολμούσε. Κανείς δεν είχε το θάρρος να μεταβάλη τον ψίθυρο σε καταγγελία. Κι όσο οι φήμες απλώνονταν, αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερους υπεύθυνους και μη, τόσο μεγάλωνε κι ο φόβος μήπως θίξουμε τα κακώς κείμενα. Ηταν μια ‘συνωμοσία κραυγαλέας σιωπής’, χάρη και στη δρακόντεια νομοθεσία που ρυθμίζει -και συμπιέζει- την ενάσκηση του λειτουργήματός μας».
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Τύπος ξεχείλισε βέβαια από πληροφορίες για σκάνδαλα της χουντικής επταετίας. Ομως αυτά θεωρούνταν τότε -και σωστά- απλές παρωνυχίδες μπροστά στα υπόλοιπα εγκλήματα της δικτατορίας.
Απολαβές και «ασυλία»
Το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να κάνουν οι ηγέτες της χούντας, ήταν να αυγατίσουν τα εισοδήματά τους –σε σχέση όχι μόνο με τους ώς τότε δημοσιοϋπαλληλικούς μισθούς τους, αλλά και με τις απολαβές της ανατραπείσας κοινοβουλευτικής «φαυλοκρατίας». Με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε (από 23.600 σε 45.000 δρχ), των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ, ενώ θεσπίστηκαν -για πρώτη φορά- ημερήσια «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα («Πολιτικά Θέματα» 5.10.73).
Ακολούθησαν κι άλλες «τακτοποιήσεις», όπως η καταχρηστική στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα με ειδική ρύθμιση του 1970 («Πολιτικά Θέματα» 8.2.75).
Οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τέλος τη μελλοντική ασυλία τους, με ρυθμίσεις που κάνουν τα σημερινά κουκουλώματα να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι. Η χουντική νομοθεσία «περί ευθύνης υπουργών» (Ν.Δ. 802 της 30.12.1970) περιείχε «μεταβατική διάταξη» (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των ...συναδέλφων τους. Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής, θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα!
Προϋπόθεση για την ατιμωρησία συνιστούσε, φυσικά, η επιτυχία της ελεγχόμενης επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό «αλά τουρκικά». Η εξέγερση του Πολυτεχνείου τίναξε όμως το εγχείρημα στον αέρα, με αποτέλεσμα τον κάθετο θεσμικό διαχωρισμό της Μεταπολίτευσης απ’ το προηγούμενο καθεστώς.
Τα μαύρα κρέατα
Το μόνο σκάνδαλο που εκκαθαρίστηκε δικαστικά επί χούντας, αποκαλύφθηκε για λόγους προπαγανδιστικής «νομιμοποίησης» της ανατροπής του Παπαδόπουλου απ’ τον Ιωαννίδη. Πρόκειται για την (κυριολεκτικά δύσοσμη) «υπόθεση των κρεάτων», με βασικούς κατηγορούμενους τον πρώην υφυπουργό Εμπορίου Μιχαήλ Μπαλόπουλο και το Γεν. Διευθυντή του Υπουργείου (και διορισμένο πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ) Ζαφείριο Παπαμιχαλόπουλο.
Το κατηγορητήριο αφορούσε ποικίλες παρανομίες, με κυριότερη τη «δωροληψία κατά συρροήν» από μεγαλεμπόρους για τη μονοπωλιακή εξασφάλιση αδειών εισαγωγής κρέατος –με αποτέλεσμα παράνομες ανατιμήσεις («καπέλα») σε βάρος των καταναλωτών. Επιμέρους πτυχή του σκανδάλου συνιστούσε η απαγόρευση διάθεσης ντόπιων ζώων, ώστε να πουληθούν τα προβληματικά κρέατα Αργεντινής που «μαύριζαν» και «δεν τάθελε ο κόσμος». Στη δίκη πρόκυψε ανάμιξη του Παττακού – αναγνώστηκε, μάλιστα, και διαταγή του (21.9.72) «όπως διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα επίμαχα προϊόντα.
Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκιση, ποινή που το 1976 μειώθηκε σε 14 μήνες. Δεν διώχθηκε, αντίθετα, για την επίδοση που τον έκανε ευρύτερα διάσημο: το «μπαλόσημο» που (φέρεται να) εισέπραττε ως γραμματέας του ΕΟΤ, με το παρατσούκλι «ο κύριος 10%».
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχετικές ημερολογιακές εγγραφές του διπλωμάτη Γεωργίου Χέλμη, γαμπρού του Μαρκεζίνη. «Φαίνεται πως συνελήφθη ο Μπαλόπουλος, πρώην του Τουρισμού, για οικονομικά σκάνδαλα και καταδιώκεται ο Παύλου, γαμπρός του Παττακού, επίσης για οικονομικά σκάνδαλα (υπόθεσις κρεάτων)», σημειώνει στις 21.1.74, για να συμπληρώσει στις 5.2: «Για τα σκάνδαλα, πιστεύει ο Μομφεράτος ότι τίποτε δεν πρόκειται να προωθήσουν, διότι φοβούνται να έλθουν εις αντιθέσεις και, άλλωστε, δεν έχουν μάρτυρες να καταθέσουν». Με τη δημοσιοποίηση της δίωξης, εκτιμά τέλος «ότι κατά την δίκη θα προκύψουν και στοιχεία για άλλες υποθέσεις (ίσως σκάνδαλα στον τουρισμό κά)» («Ταραγμένη διετία», Αθήνα 2006, σ.123, 129 & 161).
Η «νέα φαυλοκρατία»
Η δυσοσμία δεν περιοριζόταν ωστόσο στα κρέατα. Επτά μήνες μετά το πραξικόπημα, ο εκδότης του «Ελεύθερου Κόσμου» (και κεντρικός προπαγανδιστής της χούντας) Σάββας Κωσταντόπουλος εξομολογείται γραπτά στον παλιό του πάτρωνα Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία (ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή κοκ)» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος, σ.50).
Παρά τη στενή σχέση του με το καθεστώς, ο Κωσταντόπουλος διατήρησε την ίδια γνώμη μέχρι τέλους. Αναλύοντας το Δεκέμβριο του 1973 στον Καραμανλή την ανατροπή του Παπαδόπουλου, τονίζει πως «είχε υποστεί το καθεστώς και αυτός προσωπικώς ηθικήν φθοράν εις την συνείδησιν των Ενόπλων Δυνάμεων. Μεγάλην ζημίαν του έκαμε η σύζυγός του και ο ταξίαρχος Μ. Ρουφογάλης, τον οποίον είχε τοποθετήσει εις την ΚΥΠ. Εκαμαν προκλητικάς ενεργείας (εντυπωσιακοί γάμοι, θορυβώδεις δεξιώσεις, δημόσιαι εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξις πλούτου κλπ). Μοιραίον ρόλον έπαιξαν και οι γαμβροί ωρισμένων παραγόντων του καθεστώτος (του κ. Σ. Παττακού και άλλων). Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» (όπ.π., σ.203-5).
Παρόμοια αίσθηση αναδύουν κι οι επιστολές του «γεφυροποιού» Ευάγγελου Αβέρωφ προς τον Καραμανλή: «κυκλοφορούσαι φήμαι περί μεγάλων ή μικρών σκανδάλων (δημοπρασίαι τηλεοράσεως, ΟΛΠ, σύμβασις Reynold’s, βέβαιοι μικρολοβιτούραι Ματθαίου και άλλα)» (14.10.68), «ανησυχία» του Παπαδόπουλου για «τα γύρω του σκάνδαλα, το ξεχαρβάλωμα της Διοικήσεως» (28.10.72).
Ιδια γεύση και στη συνομιλία του νεαρού -τότε- πολιτικού επιστήμονα Θεόδωρου Κουλουμπή με τον παλαίμαχο μεταξικό υπουργό Ασφαλείας, Κωνσταντίνο Μανιαδάκη (27.8.71): «Και για το στρατό; τον ρώτησα. Η απάντησή του ήταν να τρίψει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, υπονοώντας ότι δωροδοκούνται» («Σημειώσεις ενός πανεπιστημιακού», σ.116-7).
Ειδική πτυχή της «νεοφαυλοκρατίας» αποτέλεσε η ποικιλότροπη «τακτοποίηση» του συγγενικού περιβάλλοντος των δικτατόρων:
* Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας (κι αργότερα Βορείου Ελλάδος) τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου.
* Ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο Γ.Γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών.
* Ο γαμπρός του Παττακού Αντρέας Μεϊντάσης επιδόθηκε σε μπίζνες με το Δήμο Αθηναίων –από την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ της Κλαυθμώνος μέχρι μια τεχνική μελέτη αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου, ύψους 1.109.000 δρχ.
* Τα αδέρφια του αρχηγού βολεύτηκαν κι αυτά. Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ως στρατιωτικός ακόλουθος, Γ.Γ. του Υπ. Προεδρίας, Περιφερειακός Διοικητής Αττικής και «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ». Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος αναρριχήθηκε αστραπιαία στην υπαλληλική ιεραρχία για να αναλάβει Γ.Γ. Δημ. Τάξεως. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα βαθμοφόρου υφισταμένου του, «μένει γνωστός σαν ‘μπον φιλέ’ γιατί, τυλιγμένος σε χειμωνιάτικο παλτό, τρέχει νύκτα μαζί με αξιωματικούς αστυνομίας πόλεων στα καμπαρέ σαν γκάγκστερς και τρώγουν φιλέτο» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ.118).
Ειδική κατηγορία σκανδάλων συνιστούν οι ανεξέλεγκτες δανειοδοτήσεις «ημετέρων». Τον πρώτο καιρό μετά τη μεταπολίτευση το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τα ΜΜΕ, για προφανείς όμως λόγους οι σχετικές κατηγορίες ουδέποτε ερευνήθηκαν σε βάθος. Αποκαλυπτικά είναι δυο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο «Ταχυδρόμος» (29.8 και 12.9.74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που «παρενέβησαν» για τη χορήγησή τους. Το συνολικό ύψος των «χορηγηθέντων» δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των «υπό έγκρισιν» 1.644.000.000 δρχ.
Ενδιαφέρουσα και η εμπιστευτική ενημέρωση του Χαρίλαου Χατζηγιάννη, προσωπικού φίλου του δικτάτορα, προς τον αυλάρχη του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου (25.11.70): «Αυξάνεται η επιρροή της Δέσποινας [Παπαδοπούλου], του Ρουφογάλη και του Φραγκίστα. Η Δέσποινα ανακατεύεται σε όλα και, αναμφισβήτητα, επηρεάζει τον άντρα της. Ακόμη και η κόρη της παίζει ρόλο. Μιλούν και για οικονομικά συμφέροντα. Ο Λαδάς φώναξε τον Χατζηγιάννη και του συνέστησε, φιλικά, να διαφωτίσει τον Παπαδόπουλο» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977», Αθήνα 1999, σ.296).
Η Ντόλτσε Βίτα
Την εικόνα συμπληρώνουν, από διαφορετική οπτική γωνία, οι αναμνήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, φωτομοντέλου που το 1973 παντρεύτηκε το διοικητή της ΚΥΠ: «Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κοπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους κανούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (σ.85-6).
Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Βέροια, «έρχονται πολλοί να με δουν. Γνωστοί και άγνωστοι. Ο πατέρας μου μου δίνει πακέτο τα σημειωματάκια με τα ρουσφέτια που ζητούσαν οι γνωστοί του όλο αυτό τον καιρό και εγώ του υπόσχομαι ότι κάτι θα προσπαθήσω να κάνω». Μεταξύ των αιτημάτων που ικανοποίησε, γράφει, ήταν και η απονομή χάριτος (απ’ τον Παπαδόπουλο) σ’ ένα συντοπίτη της εξαγωγέα, πρώην «μεγάλο ποδοσφαιριστή της τοπικής ομάδας», που είχε καταδικαστεί «με αποδείξεις» για κατασκοπεία υπέρ της Βουλγαρίας (σ.89).
Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν «επιλεγμένοι εξωκυβερνητικοί παράγοντες», όπως οι επιχειρηματίες Λάτσης και Κιοσέογλου. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ’ όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω» (σ.88).
Στο γάμο τους, πάλι, παραβρέθηκαν «ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων ‘Τιτάν’ με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία» (σ.95).
Εύγλωττη για τις στενές σχέσεις χουντικής ηγεσίας και μεγαλοκαπιταλιστών είναι η περιγραφή ενός ιδιωτικού ταξιδιού της Ντέλλας με τη Δέσποινα Παπαδοπούλου στο Παρίσι: «Μένουμε σε μεγάλες σουΐτες στο Intercontinental. Ερχονται να μας επισκεφθούν με το τραίνο από τη Γενεύη ο Γιάννης Λάτσης και η σύζυγός του Εριέτα. Είναι πολύ φίλοι της Δέσποινας. [...] Πηγαίνουμε σε όλα τα καλά μαγαζιά της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Η Δέσποινα έχει αφεθεί στο γούστο μου. [...] Λόγω της παρατεταμένης κακοκαιρίας, πηγαίνουμε οδικώς στις Βρυξέλλες με λιμουζίνα που μας έστειλε ο Ωνάσης» (σ.87).
Οι επαφές αυτές δεν ήταν αυστηρά κοινωνικές. Λίγο μετά το Πολυτεχνείο, π.χ., το ζεύγος Ρουφογάλη τρώει στο σπίτι του με το Λάτση. Αρχηγός της ΚΥΠ κι εφοπλιστής «συζητούν για τα διϋλιστήρια και τα προβλήματα που έχει». Μετά το τέλος της κουβέντας, ο δεύτερος προθυμοποιείται να συνοδεύσει τη γυναίκα του πρώτου στο Λονδίνο, για κάποιες ιατρικές εξετάσεις (σ.100).
Μια στιχομυθία του Ρουφογάλη φωτίζει, τέλος, καλύτερα την τυχοδιωκτική διαχείριση του δημόσιου πλούτου από τα ηγετικά στελέχη της χούντας:
«Ενα βράδυ ο Χρήστος Μίχαλος, τότε υπουργός, μισοαστειευόμενος, του λέει ότι τώρα που παντρεύτηκε θα πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά να εξασφαλίσουν το μέλλον τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ο Μιχάλης, ατάραχος, του λέει να μην ανησυχεί. ‘Οσο είμαστε στα πράγματα δεν μας χρειάζονται λεφτά και, αν πέσουμε, τα λεφτά δεν θα μας σώσουν’. Ξεσπάει σε γέλια. Εγώ παγώνω, μαζί μου κι ο Μίχαλος» (σ.98).
Οι συμβάσεις
Το φιλέτο των σκανδάλων της «επταετίας» υπήρξαν ωστόσο οι μεγάλες «αναπτυξιακές» συμβάσεις της περιόδου.
* Η πρώτη υπογράφηκε με την αμερικανική πολυεθνική Litton (15.5.67), για «παροχήν υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως ορισμένων περιοχών εις Κρήτην και Δυτικήν Πελοπόννησον» (ΦΕΚ 1972/Α/88). Είχε προταθεί το 1966 απ’ την κυβέρνηση των αποστατών (κυρίως τον Μητσοτάκη), αλλά η Βουλή δεν τόλμησε να την ψηφίσει. Η Litton θα εισέπραττε όλα τα έξοδα που έκανε «βοηθώντας» το δημόσιο (συν κέρδος 11%) και προμήθεια 2% επί των κεφαλαίων (ή των δανείων) που θα έφερνε, θεωρητικού ύψους 800.000.000 δολαρίων. Ως «προκαταβολή», το δημόσιο της κατέβαλε 1.200.000 δολάρια.
Στην πράξη, η εταιρεία αρκέστηκε να ξεκοκκαλίζει τα ποσοστά επί των ...εξόδων της: «Το κέρδος μας είναι φυσικά δυσανάλογα μεγάλο», παραδεχόταν (στις ΗΠΑ) ο υπεύθυνος του προγράμματος, «επειδή δεν έχουμε κάνει βασική επένδυση. Η επένδυση είναι το καλό μας όνομα». Τελικά η σύμβαση λύθηκε στις 15.10.69, με καταβολή από το κράτος των δαπανών της εταιρείας -συν 11%- ακόμη και κατά την ...«περίοδο τερματισμού» (ΦΕΚ 1969/Α/268). Επίσημη δικαιολογία: «αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής εξωτερικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν» (Βήμα, 16.10.69).
* Απίστευτα επαχθής ήταν και η σύμβαση για την κατασκευή της Εγνατίας, που ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον αμερικανό εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ (ΦΕΚ 1969/Α/15). Το δημόσιο έβαζε 45 απ’ τα 150 εκατομμύρια δολάρια του έργου, «διευκόλυνε» τον «επενδυτή» με ομόλογα 80.000.000 κι εγγυόταν για τα δάνειά του. Το έργο θα γινόταν από έλληνες υπεργολάβους, ενώ ο «ανάδοχος» θα φρόντιζε απλώς για μελέτες και δάνεια, εισπράττοντας αμοιβή 14% επί των εξόδων (συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας χρηματοδότησης!) – τα 4.500.000 δολάρια «εν είδει προκαταβολής». «Εάν κατά την διάρκειαν της μελέτης ήθελεν διαπιστωθή» από τον ίδιο πως 150 εκατομμύρια δεν αρκούν, μπορούσε είτε να ψάξει γι’ άλλα είτε απλά να «θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις δολλ. ΗΠΑ 150.000.000» (άρθρο 1§4). Τελικά, δε βρήκε ούτε τα προβλεπόμενα κι έφυγε, αφού το δημόσιο επιβαρύνθημε με 1 ½ δις δρχ.
* Ο ελληνοαμερικανός Τομ Πάππας ήταν ήδη παρών με το διϋλιστήριο της ESSO στη Θεσσαλονίκη, επένδυση του 1962 που είχε καταγγελθεί ως σκανδαλωδώς προνομιακή. Το Μάιο του 1972, η χούντα τον απάλλαξε από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει, για ανέγερση έξι αγροτοβιομηχανικών μονάδων σε διάφορα σημεία της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72). Του έδωσε και άδεια για τα εργοστάσια της Coca Cola, που οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις δεν ενέκριναν, ως ανταγωνιστικά προς τη ντόπια παραγωγή αναψυκτικών (ΦΕΚ 1968/Α/201).
Θερμός υποστηρικτής της χούντας, ο Πάππας πρωταγωνίστησε ως γνωστόν στο «ελληνικό Γουτεργκέιτ», ανακυκλώνοντας κονδύλια της CIA για το χρηματισμό του Νίξον απ’ τους δικτάτορες. Ενας προσωπάρχης του με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ.
* Μητέρα όλων των μαχών υπήρξε ωστόσο το ντέρμπι των μεγιστάνων (Ωνάσης, Νιάρχος, Βαρδινογιάννης, Ανδρεάδης, Λάτσης κ.ά) για το 3ο διϋλιστήριο της χώρας. Ο Παπαδόπουλος τάχθηκε αποφασιστικά υπέρ του Ωνάση, σε βίλα του οποίου (στο Λαγονήσι) έμενε αντί συμβολικού ενοικίου, ενώ ο Μακαρέζος υπέρ του Νιάρχου. Η σύγκρουση έφτασε στα άκρα, με απόπειρες πραξικοπημάτων κι έκτακτους ανασχηματισμούς. Τελικά ο Ωνάσης τα παράτησε, ακυρώνοντας τη «μεγαλειώδη» σύμβαση που είχε υπογράψει και παίρνοντας πίσω την εγγύησή του, το 3ο διϋλιστήριο μοιράστηκε μεταξύ Ανδρεάδη και Λάτση (ΦΕΚ 1972/Α/130) κι ένα 4ο παραχωρήθηκε στο Βαρδινογιάννη (ΦΕΚ 1972/Α/181).
Μια λεπτομέρεια αυτής της τιτανομαχίας, από την εμπιστευτική ενημέρωση Χατζηγιάννη προς τον Παπάγο (25.11.70), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον με βάση τα σημερινά δεδομένα:
«Σε άλλο υπουργικό συμβούλιο, παραβρισκόταν ο Καρδαμάκης, ο οποίος εισηγήθηκε την αγορά μηχανημάτων από τη Siemens και την AEG χωρίς διαγωνισμό, για να μπορέσει να ανταποκριθεί η ΔΕΗ στο πρόγραμμά της, που καθυστερούσε λόγω των δυσκολιών εκτέλεσης των συμφωνιών Ωνάση. Ο Παπαδόπουλος έλυσε μόνος του το θέμα, αποδεχόμενος την αγορά από τη μια εταιρεία».

Το «Τάμα του Εθνους»
Υπήρξε ίσως το χαρακτηριστικότερο σκάνδαλο της χούντας: ο τέλειος συνδυασμός της επαγγελίας μιας «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» με τη μεγαλομανία του δικτάτορα και το ξάφρισμα υπέρογκων δημόσιων κονδυλίων.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1968 ο Παπαδόπουλος εξήγγειλε την ανέγερση ενός μνημειώδους ναού του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια –ως εκπλήρωση, υποτίθεται, της σχετικής υπόσχεσης της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης του 1829 προς το Θεό σε περίπτωση απελευθέρωσης της Ελλάδας. Σύμφωνα άλλωστε με τη χουντική προπαγάνδα, η «επανάστασις» της 21ης Απριλίου 1967 δεν ήταν παρά η άμεση συνέχεια -και ολοκλήρωση- του 1821.
Το έργο εγκρίθηκε στις 5.1.69 σε κοινή συνεδρίαση υπουργικού συμβουλίου και αρχιεπισκόπου. Για την επίβλεψή του συστήθηκε το Μάιο μια «Ανώτατη Επιτροπή» με πρόεδρο τον ίδιο τον πρωθυπουργό Γ. Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, τους υπουργούς Εσωτερικών Στ. Πατττακό, Συντονισμού Ν. Μακαρέζο, Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, Δημ. Εργων Κ. Παπαδημητρίου και τον υφυπουργό Προεδρίας Κ. Βοβολίνη. Ενα δεύτερο σώμα, το «Γνωμοδοτικό Συμβούλιο», αποτελούνταν από τον πρόεδρο της Ακαδημίας, τους πρυτάνεις του Πανεπιστημίου και του ΕΜΠ, το δήμαρχο Αθηναίων, το Γενικό Διευθυντή Αρχαιοτήτων και τον κοσμήτορα της Αρχιτεκτονικής. Στο εγχείρημα μετείχε, με άλλα λόγια, σύμπασα η ανώτατη πολιτική και πνευματική ηγεσία του καθεστώτος.
Για το είδος της προπαγάνδας που συνόδευσε την εξαγγελία, αποκαλυπτικό είναι ένα απόσπασμα από την «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» (3.6.73): «Ο Ναός του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ενός μεν υλοποιεί την υπόσχεσιν που έδωσε το Εθνος προς τον Θεό, και αφ’ ετέρου θ’ αποτελέση, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό».
Η επιστημονική κοινότητα των 1.857 ελλήνων αρχιτεκτόνων δεν φάνηκε πάντως να δείχνει τον ίδιο ενθουσιασμό. Τρεις διαδοχικοί διαγωνισμοί «προσχεδίων» και «ιδεών» μεταξύ 1970 και 1973 κατέληξαν σε φιάσκο: παρά τα τεράστια «βραβεία» που τους συνόδευαν (από 300.000 μέχρι 5.000.000 δραχμές, όταν ο μέσος μισθός του ιδιωτικού τομέα ήταν γύρω στις 4.000 δραχμές), οι προτάσεις που υποβλήθηκαν ήταν αντίστοχια 7, 35 και 31. Τελικά και οι τρεις διαγωνισμοί κηρύχθηκαν άγονοι - μάλλον δίκαια, αν κρίνουμε από τις μακέτες που δημοσιεύθηκαν μεταδικτατορικά στο «Αντί» (30.11.74). Ακόμη κι έτσι, 3.650.000 δρχ διανεμήθηκαν σε ελάσσονες «επαίνους».
Απείρως μεγαλύτερη τέχνη επιδείχθηκε στη διασπάθιση των χρημάτων.
Τον Ιούνιο του 1969 ανακοινώθηκε η σύσταση «Ειδικού Ταμείου» για την οικονομική διαχείριση του «τάματος». Σύμφωνα με τον τελικό απολογισμό του που δημοσιεύθηκε μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου («Εστία» 19.1.1974), το «Ταμείο» εισέπραξε συνολικά 453.300.000 δρχ: 45,5 εκατομμύρια ως επιχορήγηση απ’ τον τακτικό προϋπολογισμό, 180 εκατομμύρια από «δωρεές, εισφορές, κλπ» και 230 εκατομμύρια σε δάνεια. Ενα μέρος των «εισφορών» ήταν επίσης δημόσιο χρήμα (η Αγροτική Τράπεζα «πρόσφερε» π.χ. 10 εκατομμύρια), ενώ το υπόλοιπο προήλθε από το υστέρημα του φιλοχρίστου και φιλοθεάμονος κοινού – όπως ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος που θυσίασε στο «Τάμα» ολόκληρο το εφάπαξ του (109.455 δρχ), εισπράττοντας «τα συγχαρητήρια του πρωθυπουργού δια του υπουργού Προεδρίας» («Νέα» 31.12.68).
Σύμφωνα ωστόσο με τον ίδιο απολογισμό, το 90% των εσόδων είχε ήδη καταναλωθεί σε απαλλοτριώσεις, «δαπάνες μελετών», προπαρασκευαστικά έργα και «δαπάνες διοικήσεως και λειτουργίας»!
«Φαίνεται ότι ο Ναός του Σωτήρος, που πρόκειται να ανεγερθή πάνω στα Τουρκοβούνια, θα είναι απ’ τους πιο θαυματουργούς στη χώρα μας», σχολίαζαν τις επόμενες μέρες τα «Νέα» (26.1.74). «Γιατί, πριν ακόμα κτισθή, πριν καν γίνουν τα σχέδια για την κατασκευή του, δαπανήθηκαν -λες από θαύμα- τα 406 εκατομμύρια δραχμές από τα 453 εκατομμύρια που είχαν τελικά συγκεντρωθεί. Πάντως κι οι πιο ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιο αυτό ποσόν για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο. [...] Αφού λεφτά δεν υπάρχουν πιά, αφού ούτε καν τα σχέδια του ναού δεν έχουν γίνει ακόμη, η υπόθεση αυτή θα πρέπει να λήξη εδώ και όλοι θα φροντίσουμε να ξεχασθή».


Το www.koutipandoras.gr αναδημοσιεύει ρεπορτάζ της ιστοσελίδας www.iefimerida.gr το οποίο αφήνει χωρίς επιχειρήματα όσους ισχυρίζονται ακόμα και σήμερα πως η χούντα των συνταγματαρχών μπορεί, «βρε αδελφέ», να βασάνιζε αντιφρονούντες ή να τους έστελνε στα ξερονήσια, αλλά τουλάχιστον σεβάστηκε το δημόσιο χρήμα, δεν έκανε λαμογιές, οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος δεν πλούτισαν παρανόμως κι ο ελληνικός λαός τα έβγαζε πέρα οικονομικώς με αξιοπρέπεια. Αν διαβάσει το παρακάτω ρεπορτάζ και το 30% της δημοσκόπησης της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» που πιστεύει ότι τα πράγματα ήταν καλύτερα στη δικτατορία, ίσως χρειαστεί να αναθεωρήσει…
«Μια εξωφρενική «μόδα» των τελευταίων ετών τείνει να περιβάλλει με ιδιότυπο φωτοστέφανο τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967!
Απόρροια του αναπόφευκτου θυμού, αναμεμειγμένου όμως με άγνοια ή και σκοπιμότητα, η πολιτική (;) αυτή «μόδα» παράγει τη θεωρία ότι κατά την επταετή δικτατορία τέθηκε σε γύψο και… η διαφθορά. Ότι η χούντα φρουρούσε, σαν κέρβερος, το δημόσιο χρήμα και τις αρχές της «χριστής διοίκησης»…
Οι ίδιοι οι συνταγματάρχες δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι στον 21ο αιώνα έμελλε να μνημονεύονται με … επαίνους. «Εκείνοι τουλάχιστον δεν έκλεψαν», «δεν έκαναν περιουσίες», «ε, ρε Παπαδόπουλο που χρειάζονται τα σημερινά λαμόγια»… Από το 2010 κι εντεύθεν οι έπαινοι επεκτάθηκαν και στα της οικονομίας: «Επί χούντας ο κόσμος έτρωγε ψωμάκι», «αν δεν μιλούσες ζούσες καλά», «τότε δεν υπήρχε οικονομική κρίση στην Ελλάδα, όπως σήμερα». Λες και γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη γενική κρίση ανάλογη της σημερινής, μέχρι το 1973…
Θα ασχοληθούμε με τον πρώτο μύθο, αυτόν που σχετίζεται με τη διαφθορά. Για το δεύτερο επιφυλασσόμαστε – όλο και κάποια επέτειος θα μας δώσει αφορμή.
Εν αρχή μια παρατήρηση: Οι ισχυρισμοί περί «λιτού» βίου των δικτατόρων και περί «αδιάφθορης» χούντας βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην εικόνα παρακμής που εξέπεμπαν αυτοί οι άνθρωποι έπειτα από την αποκαθήλωσή τους. Δεν είναι αυτό επιτομή των εννοιών «αφέλεια» ή «υποκρισία» – κατά περίπτωση;
Παρατήρηση δεύτερη: Όντως, «τα λαμόγια χρειάζονται έναν Παπαδόπουλο»- τουλάχιστον τα εκκολαπτόμενα. Χρειάζονται, για να πάρουν … μαθήματα ταχύτητας, τόσο στη λήψη αποφάσεων, όσο και στη σύναψη καλών «κοινωνικών σχέσεων»…
Προτού καλά- καλά προλάβουν να … ζεστάνουν τις καρέκλες των πολιτικών αξιωμάτων που κατέλαβαν, οι συνταγματάρχες νομοθέτησαν την αύξηση των αποδοχών τους. Σχεδόν διπλασίασαν τον πρωθυπουργικό μισθό: Από τις 23.600 τον ανέβασαν στις 45.000 δρχ, προς μεγάλη χαρά του πρώτου χουντικού πρωθυπουργού, του Κωνσταντίνου Κόλλια. Ο ίδιος ο Γιώργος Παπαδόπουλος ανέλαβε πρωθυπουργικά καθήκοντα αργότερα, το Δεκέμβριο του 1967.
Με την ίδια ρύθμιση αυξήθηκαν οι αποδοχές των υπουργών και υφυπουργών, από τις 22.400 στις 35.000 δρχ. Θεσπίστηκαν επίσης και ημερήσια «εκτός έδρας»- χίλιες δρχ για τον πρωθυπουργό και 850 για υπουργούς και υφυπουργούς.
Ομολογίες δια στόματος Σάββα Κωσταντόπουλου…
Είναι γνωστό ότι ο Παπαδόπουλος είχε στη διάθεσή του βίλα στο Λαγονήσι, στην οποία διέμενε αντί αστείου ενοικίου. Η βίλα ανήκε στον Αριστοτέλη Ωνάση. «Σύμπτωση»: Ο Παπαδόπουλος στήριζε τον Ωνάση στη διαμάχη που είχε με άλλους «Κροίσους» της εποχής, με «μήλο της έριδος» το περιβόητο τρίτο διυλιστήριο της χώρας. Επειδή όμως σε θέματα διαπλοκής είναι αναγκαίος κάποιος … πλουραλισμός, το άλλο «πρωτοπαλίκαρο» του καθεστώτος, ο Νίκος Μακαρέζος, τάχθηκε στο πλευρό του Νιάρχου.
Τσάμπα οι – ενίοτε άγριες – διαμάχες που μαίνονταν επί χρόνια, για το θέμα αυτό, στο εσωτερικό της «αδιάφθορης» χούντας: Τελικά, το 1972, ο Ωνάσης αποσύρθηκε και το τρίτο διυλιστήριο ανέλαβαν οι Ανδρεάδης – Λάτσης. Ένα ακόμη δόθηκε στο Βαρδινογιάννη.
Προτού «μιλήσουν» τα αποδεδειγμένα στοιχεία, ας δοθεί ο λόγος στον ίδιο τον προπαγανδιστικό … στυλοβάτη της χούντας: Τον εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος», Σάββα Κωσταντόπουλο. Η δικτατορία είχε συμπληρώσει μισό έτος ζωής, όταν ο Κωσταντόπουλος γνωστοποίησε – με επιστολή- στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ορισμένες διαπιστώσεις του:
«Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία. Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή και ούτω κάθε εξής)» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος).
Τα ίδια και χειρότερα τόνιζε στον Κ. Καραμανλή ο ακραιφνής χουντικός Κωσταντόπουλος, το Δεκέμβριο του ’73. Αναφερόταν στην περίοδο Παπαδόπουλου, τον οποίο είχε ήδη ανατρέψει (25 Νοεμβρίου ’73) ο λεγόμενος «αόρατος δικτάτορας», Δημήτρης Ιωαννίδης. Τόνιζε λοιπόν:
«Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος)
Η αλήθεια είναι ότι για πολλά από αυτά τα σκάνδαλα … δυνάμεθα μια χαρά να «γνωρίζωμεν» λεπτομέρειες, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ας προτάξουμε όμως τα πιο «light» κρούσματα, προτού παραδοθούμε στον ίλιγγο τον οποίο «εγγυώνται» τα οικονομικά μεγέθη ορισμένων ιστορικών …ξαφρισμάτων.
«Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών». Πολλά μπορεί να εννοούσε ο Κωσταντόπουλος, αλλά ας περιοριστούμε στην οικογενειοκρατία, όπως την τίμησε η κορυφαία «τριανδρία» της χούντας. Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος.
Ο βολέψας, του βολέψαντος- αδέλφια, γαμπροί, κουνιάδοι…
Ο αρχηγός Παπαδόπουλος έκανε τον έναν αδελφό του, τον Κωνσταντίνο, στρατιωτικό ακόλουθο, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακό Διοικητή Αττικής και «υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ». Ο άλλος αδελφός, ο Χαράλαμπος, προφανώς ανεχόταν λιγότερες σκοτούρες. Αρκέστηκε στη Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στην οποία αναρριχήθηκε σε χρόνο ρεκόρ. Τέτοια άλματα στην υπαλληλική ιεραρχία, θα τα ζήλευε και ο φημισμένος αθλητής του επί κοντώ, ο Χρήστος Παπανικολάου, o οποίος – ειρήσθω εν παρόδω- το 1967 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες, στην Τύνιδα.
Το Στέλιο Παττακό, πάλι, τον ενθουσίαζαν οι κατασκευές- όπως δείχνει και η ψύχωσή του με … το μυστρί. Αποφάσισε λοιπόν να αναθέσει στο γαμπρό του, τον Αντρέα Μεϊντάση, διάφορες επικερδείς δουλειές με το Δήμο Αθηναίων. Κατασκευή υπόγειου γκαράζ στην πλατεία Κλαυθμώνος, τεχνικές μελέτες, κλπ. Πρακτικά πράγματα, πολλά χρήματα…
Ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου, υπουργό Γεωργίας και – αργότερα- Βόρειας Ελλάδας. «Αι βέβαιοι μικρολοβιτούραι του Ματθαίου» συμπεριλαμβάνονταν στα πολλά συμπτώματα διαφθοράς του καθεστώτος, που διέγνωσε και κοινοποίησε με επιστολή του στον Κ. Καραμανλή ο γνωστός «γεφυροποιός», Ευάγγελος Αβέρωφ (Οκτώβριος 1968). Κατά τα φαινόμενα, όμως, ο Ματθαίου ήταν … περιστεράκι εν συγκρίσει προς δυο άλλους «εθνοσωτήρες». Τον Ιωάννη Λαδά και το Μιχάλη Ρουφογάλη.
Ο Λαδάς απέκτησε το σκωπτικό προσωνύμιο «κύριος καθαρά χέρια», χάρη στη ροπή του προς τα … θαλασσοδάνεια. Ο Ρουφογάλης, αρχηγός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, έγινε διάσημος για δυο βασικές συνήθειές του. Η πρώτη: Με τη γυναίκα του Ντέλλα, φωτομοντέλο που νυμφεύθηκε το ’73, επιδόθηκαν σε «θορυβώδεις δεξιώσεις, δημοσίας εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξιν πλούτου» (εκφράσεις του Σάββα Κωσταντόπουλου). Η άλλη συνήθεια: Η εξασφάλιση δανειοδοτήσεων σε «ημετέρους», φυσικά με επιβάρυνση των κρατικών τραπεζών. Στην πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1974, το περιοδικό «Ταχυδρόμος» αποκάλυψε δυο σχετικά έγγραφα του Ρουφογάλη. Μια κατηγορία δανείων αναφερόταν ως «χαριστικά και επισφαλή». Στα «χορηγηθέντα» δάνεια καταγραφόταν ποσό άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου και στα «υπό έγκρισιν» πάνω του 1,6 δισεκατομμυρίου δρχ.
Προτού καν κλείσουν ένα μήνα στην εξουσία…
Ας δούμε όμως, με κάποια χρονική σειρά, μερικά από τα χουντικά … κατορθώματα. Προτάσσουμε επτά κινήσεις τους- όλες, σκέτα …ορόσημα.
Πρώτο «ορόσημο»: Σαν … έτοιμοι από καιρό, οι «εθνοσωτήρες» υπέγραψαν την πρώτη τους τερατώδη σύμβαση, προτού καν συμπληρωθεί μήνας από το πραξικόπημα – ναι, τέτοια αδημονία είχαν! Τη Δευτέρα, 15 Μαΐου 1967 ανέθεσαν στην αμερικανική εταιρεία Litton το ακαθόριστο έργο της παροχής «υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως», κάπου στην Κρήτη και τη Δυτική Πελοπόννησο.
Υποτίθεται ότι η εταιρεία θα φρόντιζε να γίνουν επενδύσεις ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων για 12 χρόνια. Το ελληνικό δημόσιο της έδωσε ως προκαταβολή 1,2 εκ. δολάρια και ανέλαβε τις εξής υποχρεώσεις: Να καλύψει όσα έξοδα θα έκανε η Litton για να «αναπτυξιακό της έργο» συν 11% ως ποσοστό κέρδους, αλλά να εξασφαλίσει και προμήθεια 2% επί της αξίας κάθε επένδυσης, από αυτές που θα «έφερνε» η εταιρεία.
Ίδια, περίπου, ρύθμιση για τη Litton είχε προωθήσει στη Βουλή το 1966 μια από τις «κυβερνήσεις των αποστατών» – εκείνη του Στεφανόπουλου. Οι αντιδράσεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων, όμως, ακύρωσαν το εγχείρημα, το Σεπτέμβριο του έτους εκείνου. Για την ακρίβεια, το ανέβαλαν για οκτώ μήνες.
Τι έκανε στην ουσία η Litton, αξιοποιώντας την προσφορά της χούντας προς αυτήν; Δεν προσέλκυε επενδυτές, δήλωνε όμως έξοδα και πληρωνόταν από το ελληνικό κράτος! Εμπράκτως η ίδια η χούντα αναγνώρισε το φιάσκο της ανάθεσης, τερματίζοντας την ισχύ της σύμβασης, την Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου 1969 (ΦΕΚ 1969/Α/268). Όμως – όλα κι όλα- η Litton πήρε και το επιπρόσθετο 11% επί των δηλωθέντων εξόδων της!
Η επίσημη εξήγηση του καθεστώτος για λύση της σύμβασης; «Αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν»…
Αυτό που η χούντα ομολόγησε εμπράκτως, νωρίτερα το είχε δηλώσει ευθαρσώς στο περιοδικό «Ramparts» ο Ρόμπερτ Αλαν, υπεύθυνος του γραφείου της εταιρείας στην Αθήνα: «Τα κέρδη μας είναι ασφαλώς μεγάλα, διότι ουσιαστικά δεν κάνουμε εμείς επενδύσεις».
Ο Αλαν είχε κάθε λόγο να συμπαθεί το δικτατορικό καθεστώς και ουδέποτε έκρυψε αυτή του την …αγάπη. Όταν κάποτε κλήθηκε να σχολιάσει τα βασανιστήρια και τις διώξεις σε βάρος των αντιφρονούντων, είπε: «Οι περισσότεροι εξόριστοι και φυλακισμένοι ζουν σε νησιά, όπως είναι η Καταλίνα (σ.σ. θέρετρο στην Καλιφόρνιας). Είναι ελεύθεροι να πηγαίνουν και να έρχονται. Αναπνέουν καθαρό αέρα, βρίσκονται κάθε μέρα σε ωραίο ηλιόλουστο περιβάλλον και απλώς δεν έχουν επικοινωνία με τον έξω κόσμο».
Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν … θάμα
Δεύτερο «ορόσημο»: Το Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 1968, ο Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι κατέφθασε η ώρα να εκπληρώσει η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» μια υπόσχεση, την οποία είχε δώσει προς τον Θεό η …Δ΄ Εθνοσυνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το 1829: Την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς ναού του Σωτήρος. Ως τόπος ορίστηκαν τα Τουρκοβούνια. Το «Τάμα», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αντιπροσώπευε στο έπακρο τη μεγαλομανία του καθεστώτος. «Θα αποτελέσει, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασσικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό», έγραφε η «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» τον Ιούνιο του 1973. Μέχρι τότε, δεν είχαν γίνει καν τα οριστικά σχέδια του έργου. Κι ούτε θα γίνονταν ποτέ…
Τι ακριβώς συνέβαινε με το «Τάμα»; Γιατί … δεν χτιζόταν τίποτα, επί χρόνια; Από τη δύση του ’68 η χουντική προπαγάνδα είχε αρχίσει να διαφημίζει περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι κατέθεταν για αυτόν τον «ιερό σκοπό» τον οβολό τους. Τον Μάιο του ’69 συγκροτήθηκε και μια «Ανώτατη Επιτροπή», με πρόεδρο τον πρωθυπουργό Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και πέντε υπουργούς. Ανάμεσά τους, ο Παττακός (Εσωτερικών) και ο Μακαρέζος (Συντονισμού). Εν ολίγοις, ολόκληρη η κορυφαία χουντική «τριανδρία» επέβλεπε τα του έργου, έχοντας την αρωγή – πέραν των άλλων υπουργών- και ενός «Γνωμοδοτικού Συμβουλίου», που το απάρτιζαν πρυτάνεις, ακαδημαϊκοί, ο δήμαρχος Δημ. Ρίτσος και άλλοι παράγοντες. Από τον Ιούνιο του ’69 επέβλεπαν και το «Ειδικό Ταμείο» που συστάθηκε τότε, για την οικονομική διαχείριση του έργου.
Μυστήριο κάλυπτε τα του «Τάματος», μέχρι τον Ιανουάριο του ’74. Τότε δημοσιεύθηκε ο απολογισμός του «Ειδικού Ταμείου». Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν …θάμα. Στο «Ταμείο» είχαν εισρεύσει 453,3 εκατομμύρια δρχ, εκ των οποίων είχαν εξαφανιστεί τα 406 εκατομμύρια! Όλα αυτά δαπανήθηκαν – υποτίθεται- για απαλλοτριώσεις, «προπαρασκευαστικά έργα», «μελέτες», εργασίες «διοικήσεως και λειτουργίας»…
Από τη συνολική «αποταμίευση» των 453,3 εκατομμυρίων, τα 230 ήταν δάνεια. Τα 180 προήλθαν από εισφορές και δωρεές, τμήμα των οποίων κάλυψαν φορείς του Δημοσίου – πχ η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 43,3 εκατομμύρια ήταν «επιχορήγηση» από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Την αχαλίνωτη διασπάθιση δημοσίου χρήματος την υπογραμμίζει ένα ακόμη στοιχείο: Στην τριετία 1970 -73 έγιναν τρεις διαγωνισμοί για «προσχέδια» του «Τάματος». Απέτυχαν παταγωδώς και κηρύχθηκαν άγονοι. Ελάχιστοι αρχιτέκτονες ενδιαφέρθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, μολονότι τα αντίστοιχα χρηματικά βραβεία ήταν άκρως χορταστικά. Συνολικά, στην τριετία υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, καμία όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Κι όμως, μοιράστηκε – μαζί με τους επαίνους για τις σχετικές προσπάθειες- το ποσό των 3.650.000 δρχ. Ποσό που υπερέβαινε … 900 φορές το μέσο μισθό ενός εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα.
Η μεγάλη ευεργεσία προς τον κύριο Μακντόναλντ
Ήταν αδύνατον φυσικά να υπολογιστεί πόσοι … αστέρες του καθεστώτος έλαβαν μέρος – με τους ευνοούμενούς τους- σε αυτό το τρομακτικών διαστάσεων φαγοπότι. Την «επίβλεψη» πάντως την είχε – όπως προείπαμε- σύσσωμη η … αφρόκρεμα του καθεστώτος. Εάν υποτεθεί ότι το «Τάμα» κλήθηκε να άρει … μια εκκρεμότητα 139 ετών (1829 – 1968), τότε το ποσό που εξαφάνισαν τα αρπαχτικά της χούντας αντιστοιχεί σχεδόν σε τρία εκατομμύρια δρχ για κάθε χαμένο χρόνο! Καθόλου άσχημα…
Κάποιοι ενδεχομένως διερωτώνται πώς «βγήκαν στη φόρα» τα οικονομικά στοιχεία του «Τάματος», προτού καταρρεύσει η χούντα. Η απάντηση είναι απλή: Είχε ήδη αποκαθηλωθεί – προ δυο μηνών- ο Παπαδόπουλος κι ο Ιωαννίδης δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει τη «φαυλοκρατία» των «άλλων».
Τρίτο «ορόσημο»: Το 1969 φαίνεται πως οι … μίζες της Litton είχαν ξεκοκαλιστεί. Ήταν λοιπόν ώρα για μία ακόμη μεγάλη, αποικιοκρατική σύμβαση, απ” αυτές που όταν υπογράφονται τρία τινά μπορεί να «μαρτυρούν» για τους διαχειριστές δημόσιου χρήματος: Αν δεν είναι ηλίθιοι, αν δεν νιώθουν – για κάποιο λόγο- εξαναγκασμένοι, τότε σίγουρα κάτι άλλο περιμένουν. Οι δυο τελευταίες εκδοχές φυσικά μπορούν να συνυπάρξουν…
Ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ, από τις ΗΠΑ, σύμβαση για την κατασκευή της Εγναντίας Οδού (ΦΕΚ 1969/Α/15). Ποια ήταν η κατάληξη; Ο Αμερικανός πήρε τα μπογαλάκια του κι έφυγε, ενώ το Δημόσιο είχε επιβαρυνθεί σε βαθμό απίστευτο.
Μοιραίο ήταν να συμβεί αυτό. Το έργο υπολογίστηκε στα 150 εκ. δολάρια, εκ των οποίων σχεδόν το 1/3 θα το κάλυπτε το ελληνικό κράτος. Οι … χακί φύλαρχοι της στρατοκρατούμενης ελληνικής Μπανανίας, όμως, δεν χαλιναγώγησαν τη γαλαντομία τους. Εγγυήθηκαν τα δάνεια του Μακντόναλντ, τον «διευκόλυναν» με αμέτρητα ομόλογα, του έδωσαν 4,5 εκ. δολάρια ως προκαταβολή και όρισαν την αμοιβή του επί των εξόδων, συνυπολογίζοντας σε αυτά τη χρηματοδότηση του … Δημοσίου!
Το φοβερό ήταν ότι θα διεκπεραίωναν το έργο γηγενείς υπερεργολάβοι – ο Αμερικανός απλώς θα μεριμνούσε για μελέτες και δάνεια.Εάν ο Μακντόλαντ διαπίστωνε πως δεν επαρκούσαν τα 150 εκ. δολάρια, είχε δυο επιλογές. Να ψάξει για περισσότερα ή «να θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις 150 εκ. δολάρια».
Ο Μακντόναλντ δεν εξασφάλισε καμία χρηματοδότηση – ίσως να μην είχε και λόγους να το κάνει. Αποχαιρέτησε, λέγοντας ίσως νοερά κάποιο «thanks folks» για τα 4,8 εκ. δολάρια συν τα 33,4 εκ. σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου που πρόλαβε να τσεπώσει.
«Στεγαστική αποκατάστασις» και θεσμοθέτηση ατιμωρησίας
Τέταρτο «ορόσημο»: Το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Διότι, καλοί οι μισθοί, καλά τα αξιώματα και τα ρουσφέτια, αλλά αν δεν είχες – βρε αδελφέ- ένα εγγυημένο, καλό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, κινδύνευες. Θα σε πετύχαινε ο αναρχο- κομμουνισμός «ασκεπή» και θα σου άνοιγε το κεφάλι…
Πέμπτο «ορόσημο»: Περίοδος εορτών ήταν, οι «εθνοσωτήρες» αποφάσισαν – ίσως εν όψει πρωτοχρονιάς – να κάνουν άλλο ένα καλό δώρο στον εαυτό τους. Καλό και ωφέλιμο στο … διηνεκές – έτσι τουλάχιστον ήλπιζαν. Την Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου 1970, νομοθέτησαν τα «περί ευθύνης υπουργών». Μεταβατική διάταξη (παρ. 48) του ΝΔ 802 όριζε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη εναντίον υπουργού ή υφυπουργού της δικτατορίας, παρά μόνο εάν το αποφάσιζαν οι … συνάδελφοί του.
Για να έχουν απολύτως ήσυχο το κεφάλι τους, οι συνταγματάρχες συμπεριέλαβαν κάτι ακόμη στη ρύθμιση: «Παρέγραψαν» όλα τα εγκλήματα, «δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» κάποιας Βουλής, μελλοντικής.
Εάν επιτύγχανε το κατοπινό εγχείρημα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης», με τον Μαρκεζίνη και τις ελεγχόμενες εκλογές, κατά πάσα βεβαιότητα θα επιβίωνε αυτή η ασυλία που πρόσφεραν στην αφεντιά τους οι συνταγματάρχες. Δυστυχώς για αυτούς, έπειτα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου κατέστη ανέφικτη η «μετάσταση» τέτοιων χουντικών θεσμών στο κοινοβουλευτικό τοπίο.
Έκτο «ορόσημο»: Ήταν Μάιος του 1972, όταν η χούντα απάλλαξε τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις, για έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72).
Αυτό ήταν το δεύτερο χατίρι των συνταγματαρχών προς τον Πάππας. Το πρώτο – πιθανότατα και το μεγαλύτερο – είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα (ΦΕΚ 1968/Α/201). Ήταν το «πράσινο φως» για τα εργοστάσια εμφιάλωσης της Coca- Cola, το οποίο είχαν αρνηθεί να «ανάψουν» οι προδικτατορικές κυβερνήσεις, θεωρώντας το συγκεκριμένο σχέδιο του επιχειρηματία άκρως ανταγωνιστικό προς την εγχώριο παραγωγή αναψυκτικών.
Ο Πάππας είχε απασχολήσει και για άλλο λόγο, εντονότατα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα πριν από το πραξικόπημα: Η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ είχαν καταγγείλει ως προνομιακούς … μέχρι αηδίας τους όρους της επένδυσης που είχε κάνει στη Θεσσαλονίκη, με το διυλιστήριο της ESSO, το ’62. Το φθινόπωρο του ’64, μάλιστα, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου επέβαλλε στον Πάππας τροποποίηση της συγκεκριμένης σύμβασης.
Χρηματοδότησαν και την εκστρατεία του … Νίξον!
Ο Τομ Πάππας ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής της χούντας. Τόσο γρήγορα συντελέστηκε η μεταξύ τους οικονομική – πολιτική διαπλοκή, ώστε το 1967, στην κυβέρνηση Κόλλια , διορίστηκε υπουργός Δημόσιας Τάξης ένας προσωπάρχης του επιχειρηματία, ο Παύλος Τοτόμης. Στη συνέχεια ο Τοτόμης ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της ΕΤΒΑ. Ο Τομ Πάππας ήταν παράλληλα υποστηρικτής και βασικός χρηματοδότης της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον, για τις αμερικανικές εκλογές του 1968.
«Παράλληλα»; ….Όχι ακριβώς. Κατά τα φαινόμενα ο Πάππας βρήκε τρόπο να ενώσει τις δυο μεγάλες … συμπάθειές του, την ελληνική χούντα και το Νίξον. Με δεσμούς … χρήματος. Κάτι πολύ ενδιαφέρον κατέθεσε στο αμερικανικό Κογκρέσο ο Έλληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος, που ζούσε στην Ουάσιγκτον: Ότι η χούντα ενίσχυσε το ταμείο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον με 549.000 δολάρια. Μετρητά, ζεστά- ζεστά… Είχαν «ζεσταθεί» από τη συνεχή κίνηση!
Τα χρήματα αυτά τα είχε διοχετεύσει η CIA στην ΚΥΠ, με σκοπό να «αναβαθμιστεί» η δράση της ελληνικής Υπηρεσίας, να γίνει πιο αποτελεσματικό το αντικομουνιστικό της έργο, κλπ. Στη συνέχεια, κατ” εντολή Παπαδόπουλου και με μοχλό το Ρουφογάλη, γινόταν η «ανακύκλωση» και τα χρήματα όδευαν προς το Νίξον.
Έβδομο «ορόσημο»: Πέμπτη, 21 Σεπτεμβρίου 1972. Ο Παττακός έδωσε εντολή να «διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα κρέατα. Ποια κρέατα; Της Αργεντινής. Αυτά που «μαύριζαν», αυτά που θα «ξέμεναν». Τα γνωστά και ως «κρέατα Μπαλόπουλου». Μαζί με το «Τάμα», ίσως το πιο … εμβληματικό σκάνδαλο της χούντας!
Ο Μιχάλης Μπαλόπουλος ήταν υφυπουργός Εμπορίου. Αυτός κι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, ο Ζαφείρης Παπαμιχαλόπουλος, κάθισαν στο εδώλιο για το σκάνδαλο των κρεάτων. Σκάνδαλο … πολυεπίπεδο, με κατηγορητήριο πλούσιο!
Η σοβαρότερη κατηγορία σε βάρος των δυο, ήταν πως χρηματίζονταν «κατά συρροήν» από μεγαλέμπορους της Ροδεσίας που επεδίωκαν να αποκτήσουν μονοπωλιακά προνόμια στην εισαγωγή κρέατος. Αποτέλεσμα της συγκέντρωσης αδειών εισαγωγής σε χέρια λίγων ήταν οι ανατιμήσεις στις τιμές του κρέατος – ίσως, ακόμη, οι ευνοημένοι έμποροι να ήθελαν έτσι να καλύπτουν και τα έξοδα των δωροδοκιών…
Απαγορεύτηκε, επίσης, για κάποιο διάστημα η διάθεση ντόπιου κρέατος, ώστε να προωθηθούν στην αγορά τα προβληματικά, εκείνα της Αργεντινής. Η προαναφερθείσα εντολή του Παττακού ήταν γραπτή και αναγνώστηκε στο δικαστήριο.
Ο Μπαλόπουλος έγινε σλόγκαν και … στα γήπεδα
Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε τον Ιούνιο του ’74 σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών, η οποία μειώθηκε σε 14 μήνες το 1976. Το σκάνδαλο των κρεάτων ήταν το μοναδικό που «έστειλε» στο εδώλιο αξιωματούχους της χούντας, προτού καταρρεύσει η χούντα. Η εξήγηση είναι η ίδια με εκείνη, για τη δημοσιοποίηση των ατασθαλιών του «Τάματος»: Ο Ιωαννίδης επιθυμούσε να καταδείξει ότι ήταν αναγκαία, από ηθικής πλευράς, η ανατροπή του Παπαδόπουλου.
Κάπως έτσι έμεινε στην … Ιστορία το όνομα του Μπαλόπουλου, τον οποίον περιέβαλαν επίσης επίμονες φήμες για ατασθαλίες στον ΕΟΤ, όταν ήταν γραμματέας του οργανισμού.
Το σκάνδαλο των κρεάτων ενέπνευσε και τους … φιλάθλους. Εάν κάποιος ποδοσφαιριστής δεν απέδιδε καλά, η κερκίδα τον αποκαλούσε με ευκολία «βόδι Αργεντινής» ή «κρέας του Μπαλόπουλου».
Μέσα σε αυτή τη … θύελλα των σκανδάλων, φάνταζαν «παρωνυχίδες» ήσσονος σημασίας οι απ” ευθείας αναθέσεις – χωρίς διαγωνισμούς- έργων σε διάφορες εταιρείες. Όσο για τη «λιτή» ζωή που έκαναν οι συνταγματάρχες και οι δικοί τους άνθρωποι, θα άξιζε τον κόπο να διαβάσει κανείς τις εξιστορήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, τόσο για τη δική της ντόλτσε βίτα, όσο και για τη χλιδή της διαμονής της ίδιας και της Δέσποινας Παπαδοπούλου στο Παρίσι, όταν – κάποια στιγμή- το επισκέφθηκαν οι δύο τους.
Για την συνηθισμένη εν Ελλάδι ζωή της, η Ντέλλα Ρουφογάλη έχει πει:
«Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κομπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977»).
«Χαβιάρι Περσίας και παγωμένα καβούρια Αλάσκας»
Υπήρχαν όμως και τα .. έκτακτα περιστατικά, όπως οι αρραβώνες της με το Ρουφογάλη. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ” όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω».
Για την Ιστορία: Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν προβεβλημένοι επιχειρηματίες, όπως οι Λάτσης και Κιοσέογλου. Στο γάμο τους; Το … αδιαχώρητο. Θυμάται η Ντέλλα: «Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων “Τιτάν” με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία».
Αυτή ήταν λοιπόν η … αδιάφθορη δικτατορία! Αναμφιβόλως, η χούντα μετέφερε … πολύ μακριά τη σκυτάλη της διαφθοράς, την οποία – για να είμαστε ακριβείς- παρέλαβε από τα προγενέστερα χρόνια.
Υπενθυμίσεις επιγραμματικές: Σκάνδαλο «Siemens» που προκάλεσε και τη ρήξη στις σχέσεις του Παπάγου με τον Μαρκεζίνη, το 1954. Άφθονα… κλέη της οκταετίας (1955- 63) Καραμανλή, από τα «βραχώδη οικόπεδα της Φιλοθέης» και τα φουσκωμένα κέρδη εργολάβων, μέχρι την ηλεκτροδότηση της «Πεσινέ» με όρους σκανδαλωδώς ευνοϊκούς. Απόφαση της Βουλής, τον Φεβρουάριο του 1965, να παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο τους Κ. Καραμανλή, Π. Παπαληγούρα και Ν. Μάρτη για την «Πεσινέ». Επτά εν συνόλω υπουργοί και δυο υφυπουργοί του «εθνάρχη» που αντιμετώπισαν – σε κοινοβουλευτικό επίπεδο- κατηγορίες περί βλάβης του δημοσίου συμφέροντος και περί παράνομης διάθεσης μυστικών κονδυλίων. (Προτείνει κανείς να εκλάβουμε ως απόδειξη αθωότητας το «κουκούλωμα» που – κατά τα ειωθότα- ακολούθησε; ). Εξαγορές βουλευτών στην περίοδο της αποστασίας, το 1965.
Ακόμη κι ο ελληνικός κινηματογράφος των middle 60ς κατοχύρωσε ως σήμα κατατεθέν της εποχής τα … αρπακτικά του Μαυρογιαλούρου. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε…
Εάν λοιπόν όλα αυτά στιγμάτισαν την εικοσαετία 1954- 1974, γιατί σήμερα τόσα στόματα πιπιλίζουν μονότονα την «καραμέλα» πως η διαφθορά και το ρουσφέτι γεννήθηκαν το …’74 και είχαν μαμά τη Μεταπολίτευση; Ας δώσει ο καθένας την απάντηση που θεωρεί σωστή…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Λαίλαπα το Brexit" λέει το ΚΚΕ(!) Εϊσαστε σίγουρα κατά της αποδέδμευσης από την ΕΕ εκεί στο ΚΚΕ ή μας κοροιδευετε;

Τελικά ήταν αδιάφορο το brexit όπως έλεγε ο κ.Κουτσούμπας ή το ΚΚΕ προχώρησε ακόμα και στο συμπέρασμα ότι η έξοδος μιας χώρας από τη ...